Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2009

BLACK FEELING μία δισκογραφική φενάκη

Pacific Rhythm Combo, Shirley Eubanks Ensemble, Esperanto, The Mighty Show-Stoppers, Sexteto Excellencio, Queens Community Show Band, Prince Nafa & His Polynesians – ονοματάρες ε; – και λοιπά, και λοιπά... Ποιοι είναι όλοι αυτοί, και άλλοι τόσοι, που παίρνουν μέρος στη συλλογή “Black Feeling”; Ρίχνοντας μια ματιά στο εξώφυλλο-οπισθόφυλλο του άλμπουμ τής Freestyle, προσέχοντας δηλαδή την αισθητική του (τα φωτοτυπημένα ringwears, τα flipbacks), δεν έχεις παρά να υποθέσεις πως πρόκειται για κάποια παμπάλαιη συλλογή από την Καραϊβική, τις Αντίλες να πούμε, ή την area του Πασιφικού, την οποία ανακάλυψε η Freestyle παρουσιάζοντάς την ως τέτοια· ως «ανακάλυψη» δηλαδή. Παραμύθια. Πρόκειται για τον ορισμό της φενάκης. Το κιτρινισμένο χαρτί, οι φθορές και τα σελοτέιπ στο εξώφυλλο δεν είναι «φωτοτυπιζέ» από το original, αλλά κομπιουτεριζέ, τα ονόματα των συγκροτημάτων είναι αποκυήματα φαντασίας, ενώ και ο ήχος είναι επιμελώς παλιομοδίτικος, ούτως ώστε και από ’κει να τηνε «τρως», νομίζοντας αλλά αντί άλλων. Παραμύθι «σκηνοθετημένο» από τον κιθαρίστα των Bamboos, τον κύριο Lance Ferguson (ένα γκρουπ αποδίδει όλα τα κομμάτια, αποτελούμενο από μέλη των Bamboos, των Cookin On 3 Burners κ.ά.) το “Black Feeling” project κρύβει μεν την παραγματική του ταυτότητα, δεν κρύβει όμως την αφετηρία του και κυρίως, τις προθέσεις του. Την οριοθέτηση ενός groovy, funky πλαισίου, μέσα στο οποίο θα μπορούσε να συνυπάρξουν κλασικά «τζέιμς-μπραουνικά» άγχη, με τον χορευτικό ήχο της Stax, τις afro-caribbean αναφορές, το boogaloo περιτύλιγμα και την blax κορδέλα. Εν αντιθέσει δηλαδή με το προηγούμενο εγχείρημα του Ferguson, τους Cookin On 3 Burners ή μάλλον σε επέκταση εκείνου, το “Black Feeling” δείχνει πιο γεμάτο, πιο ρυθμοδυναμικό και εν τέλει πιο απολαυστικό, όσον αφορά στη μεταφορά των vibes από τις κονσόλες στη ψυχή μας. Γιατί; Προφανής ο λόγος. Όλες, ή σχεδόν όλες, οι συνθέσεις του άλμπουμ είναι (υπέροχες) διασκευές! Και μάλιστα όχι, σώνει και καλά, από την πρώτη γραμμή, αλλά και από τις πίσω θέσεις της δισκογραφίας – εκεί όπου οι εκπλήξεις είναι ο κανών και οι «πατάτες» η εξαίρεση. Το “Honky tonk popcorn” του James Brown (επιτυχία για τον Bill Doggett), το “Night of the wolf” της Al Foster Band (σ’ εκείνη τη short version από το 45άρι της Roulette, το 1975), το “Fire eater” του Rusty Bryant [Prestige, 1971], το “Yo yo” των Richard’s People (σε ετικέτα Tuba, κάποτε στα seventies), το επίσης «μπραουνικό» “Licking stick, licking stick”, αλλά και το “Executive party” του Andre Previn, από το soundtrack του “Rollerball”, όλα αντιμετωπίζονται με τον εννοούμενο σεβασμό όχι μόνον όσον αφορά στα πρωτότυπα, αλλά και στις απαιτήσεις της σημερινής «ντισκο-πίστας». Δύσκολος ο συνδυασμός. Οι Αυστραλοί να κοιμούνται δίχως τύψεις...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου