Τετάρτη 31 Αυγούστου 2016

Υπάρχει, τελικά, μαγεία στα θερινά σινεμά και πόσο αυτή εξαρτάται από τους διπλανούς μας;

Δεν ξέρω, αλλά έχω την εντύπωση πως τα θερινά σινεμά στη συνείδηση πολλών δεν έχουν το βάρος των χειμερινών αιθουσών. Θεωρούνται κάπως «δεύτερα». Ναι μεν μπορεί να προσφέρουν αυτά τα στάνταρ, που ακούγονται και γράφονται από αρχαιοτάτων χρόνων, τη δροσιά, τον ουρανό με τ’ άστρα, τις μυρωδιές από... αγιόκλημα και γιασεμιά (που, ευτυχώς, σπανίζουν πια), όμως δεν έχουν ούτε την άπλα και την ξάπλα των αεροπορικών θέσεων των κλειστών αιθουσών, ούτε βεβαίως την εικόνα και τον ήχο τους (ακόμη κι αν διαθέτουν τα καλύτερα μηχανήματα ο ήχος διαχέεται).
Χοντρικώς θα έλεγα πως είναι άβολα (αν και δεν είναι αυτό το πλέον σημαντικό), ενώ, και λόγω της (καλοκαιρινής) μορφής τους, είναι εκείνα που μαζεύουν τον πιο άσχετο κόσμο.
Πολλοί δεν πάνε στα θερινά σινεμά για να δουν ταινίες, αλλά για να πιουν την πορτοκαλάδα τους ρουφώντας την με το καλαμάκι μέχρι την τελευταία σταγόνα, για να καπνίσουν τα ενίοτε αποπνικτικά τσιγάρα τους, ν’ απαντήσουν στα κινητά τους και γενικώς για να στη σπάσουν από χίλιες-δυο μεριές.
Ενδιαμέσως μπορεί να ρίξουν και κανα μάτι στο πανί, μα και τότε πρόβλημα καθότι όλο και κάτι θα βρουν για να συζητήσουν με το διπλανό τους.
Μεγάλωσα με τα θερινά σινεμά, και βασικά στενοχωριέμαι με την κατρακύλα που έχουν πάρει. (Δεν την πήραν φέτος, την παίρνουν τα τελευταία κάμποσα χρόνια).

Η συνέχεια εδώ...

Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

JON LUNDBOM & BIG FIVE CHORD όλες οι νότες

Τον προηγούμενο Μάρτιο είχαμε γράψει για δύο EP των Jon Lundbom & Big Five Chord (Jon Lundbom κιθάρα, Jon Irabagon άλτο, σοπράνο σαξόφωνα, Bryan Murray τενόρο, balto σαξόφωναεδώ τενόρο–, Moppa Elliott μπάσο, Dan Monaghan ντραμς), ενός από τα καλύτερα jazz γκρουπ της τελευταίας (και βάλε) δεκαετίας. Συνολικώς, μέσα στη χρονιά, το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει τέσσερα EP κι εδώ, τώρα, έχουμε το τρίτο απ’ αυτά, που έχει τίτλο Play All the Notes [Hot Cup, 2016] και που αποτελείται από τρία tracks, διάρκειας έντεκα, εννέα και επτά περίπου λεπτών αντιστοίχως.
Στο πρώτο “Comedy gold” έχουμε ένα δυνατό blues με έφεση στον αυτοσχεδιασμό, που φέρνει στη μνήμη τις εγγραφές του John Coltrane από τα sixties. Κυρίως λόγω της ρυθμικής ακολουθίας των Elliott και Monaghan, αλλά και εξαιτίας των διαδοχικών soli στα πνευστά, ιδίως στο τενόρο, που βγάζουν απίστευτη ένταση.
Το “Period” που ακολουθεί, είναι πιο τροπικό, στηριγμένο και αυτό στα soli των σαξοφώνων, βασικά του τενόρο, με τον Lundbom να αναλαμβάνει μετά τη μέση, δίνοντας ένα μεστό, τεχνικό σόλο.
Το EP θα ολοκληρωθεί με μια διασκευή. Οι Jon Lundbom & Big Five Chord αποδίδουν το “Humpty Dumpty” του Ornette Coleman από το ιστορικό LP “This is our Music” [Atlantic, 1961]. Εδώ το πρώτο σόλο είναι του Lundbom, το οποίο, σε συνδυασμό και με το rhythm section, θα το χαρακτήριζα αρκετά groovy, ενώ ό,τι ακολουθεί (βασικά από τον Irabagon) εντάσσεται στην «κοουλμανική» λογική και αισθητική.
Έπεται, σύντομα, και η συνέχεια…
Επαφή: www.jonlundbom.com

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΧΙΩΤΗΣ ήταν αριστερός, απλώς φίλος ή και τα δύο;

Ωρωπός, Άνοιξη 1970
Η άνοιξη είναι αναποφάσιστη. Μια βρέχει, μια φυσά, μια κάνει λιακάδα. Σήμερα η μέρα είναι γιορτινή. Ο ήλιος λάμπει, η θάλασσα αστράφτει, τα πράσινα φύλλα ανατριχιάζουν.
Μετά το μεσημεριανό φαγητό, ξεχυθήκαμε στον περίπατο πλάι στο σύρμα.
Τα φέρι μπόουτ, κάτασπρα, έρχονται κατά πάνω μας λες και χορεύουν. Στα διακόσια μέτρα στρίβουν απότομα δεξιά και κρύβονται πίσω από το μόλο.
Σήμερα δεν είχαμε «επισκέψεις». Μόνο μερικές παρέες στη μακρινή παραλία μάς κρυφοκοιτάζουν.
Σιγά σιγά ο περίπατος αραιώνει. Όλοι μας νιώθουμε την ανάγκη να πλαγιάσουμε, να παραδοθούμε στη θαλπωρή αυτής τής ανοιξιάτικης μέρας.
Δεν θα ’χα κοιμηθεί μισή ώρα όταν με ξύπνησαν.
«Στο μόλο μια παρέα τραγουδά τραγούδια σου και κοιτάζει κατά δώθε, θα ’ναι τίποτα φίλοι σου».
«Και οι φρουροί;»
«Φαίνεται πως τους αρέσει. Χαζεύουν».
Ντύθηκα πρόχειρα και βγήκα. Ο σιγανός άνεμος κουβαλά στα φτερά του το «Σε πότισα ροδόσταμο με πότισες φαρμάκι...». Είναι δύο, είναι τρεις φωνές. Φωνές γνωστές. Πλησιάζω και κρεμιέμαι στο σύρμα. Κάποιος με χαιρετά. Σηκώνουμε τα χέρια μας ακόμα πιο ψηλά και γραπώνουμε το σύρμα. Ο φρουρός σκύβει και μου λέει: 
«Δικό σας είναι το τραγούδι, κύριε Μίκη;».
«Σαν ποιοι να ’ναι;», με ρωτά ένας συγκρατούμενος.
«Η φωνή του κάτι μου θυμίζει. Για κοίτα τον πώς περπατά. Είναι ο Μανώλης Χιώτης».
Ο γνωστός ενωμοτάρχης που κυνηγά τους μακρινούς μας επισκέπτες ξεκίνησε από το διοικητήριο και βγήκε από την πύλη.
Τους κάνουμε σήματα να φύγουν. Εκείνοι όμως συνεχίζουν αμέριμνοι το τραγούδι τους.
Σε λίγο ο ενωμοτάρχης θα τους πλησιάσει, θα τους ζητήσει τα χαρτιά τους και θα τους οδηγήσει στο διοικητήριο κι από κει στη Διοίκηση Χωροφυλακής στη Νέα Ιωνία.
Μερικοί φίλοι στο πλευρό μου σιγοτραγουδούν μαζί με τον Χιώτη: 
Της παγωνιάς αετόπουλο/ της ερημιάς γεράκι... 
Ανατριχιάζω. Οι τέσσερις φίλοι μας στο μόλο έχουν κάτι επίσημο. Κάτι ιερατικό. Βαδίζουν αργά. Στέκονται. Μας κοιτούν πάντα επίμονα. Ξαναπροχωρούν. Τραγουδούν με ακρίβεια, και ο γλυκός ανοιξιάτικος άνεμος άλλοτε φέρνει κοντά μας και άλλοτε απομακρύνει τους αέρινους ήχους.
Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση με τον Χιώτη, στο μικρό δωματιάκι-στούντιο της Κολούμπια, στην οδό Λυκούργου, στα 1960.(...)
Και τώρα ο Χιώτης ξανάρθε να με δει.
Εγώ κλεισμένος στο σύρμα, σαν αγρίμι, σαν κακούργος ή σαν πουλί.
Κι αυτός ήρθε απ’ όξω να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μας τραγούδι(...).
Ο ενωμοτάρχης τους πλησιάζει. Όμως, φαίνεται, όταν έμαθε την ταυτότητα του Χιώτη αρκέστηκε σε μια απλή σύσταση.
Έτσι η παρέα φεύγει αργά, επίσημα, ιερατικά. Πριν την κρύψει το μικρό άσπρο ψαράδικο δίχτυ της παραλίας, σηκώνουν τα χέρια και μας χαιρετούν.
Αφήνουμε το σύρμα κι η καρδιά μας είναι βαριά σαν σίδερο. Λες και το κορμί μας άδειασε από ψυχή κι έμειναν μόνο το αίμα και τα κόκαλα.
Δε μιλάμε. Πονάμε. Δεν κοιτάζουμε ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα. Μόνο τη γη.
Την άλλη μέρα διαβάσαμε στον Τύπο τον αιφνίδιο θάνατο του Μανώλη Χιώτη.
«Χθες επεσκέφθη τον Ωρωπό και ευθύς μετά τον περίπατο είχε την πρώτη καρδιακή προσβολή».(...)

ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ Το Χρέος/ Αυτοβιογραφία, τόμος Α [α έκδοση Τετράδια της Δημοκρατίας, Ρώμη 1971/72, τελευταία έκδοση Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2011]

Ο Μανώλης Χιώτης πέθανε την 21 Μαρτίου 1970, στα 49 χρόνια του. Την προηγούμενη μέρα είχε επισκεφθεί τον φυλακισμένο Μίκη Θεοδωράκη στο στρατόπεδο του Ωρωπού, αψηφώντας τους κινδύνους μιας τέτοιας ενέργειας, τραγουδώντας το «Ροδόσταμο».

μια σπιτική ροκ βραδιά στην Πάτρα από το πουθενά

Πολλά ωραία συμβαίνουν τυχαία. Κι αυτό μετράει δυο φορές. Μία, γιατί μιλάμε για ωραία και μία, γιατί δεν τα έχεις προγραμματίσει.
Κάπως έτσι, λοιπόν, βρεθήκαμε προχθές στην Πάτρα, σε σπίτι φίλου, πέντε άτομα (ο Μιχάλης, ο Χρήστος, ο Χάρης, ο Σπύρος κι εγώ), όχι και οι πέντε με τα ίδια χρόνια γνωριμίας μεταξύ μας. Τον Μιχάλη, ας πούμε, τον γνωρίζω από το ’80-’81 (αυτό που λέμε... απ’ το σχολείο), ενώ τον Σπύρο τον γνώρισα μόλις εκείνη την ώρα. Μπορεί ως φίλοι να έχουμε πολλά κοινά, και γι’ αυτό κάνουμε παρέα εξάλλου (ανά δύο ή ανά τρεις), αλλά εκείνο που είναι... κοινότερο όλων, και μας κρατάει σιμά, είναι η αγάπη μας για τη μουσική. Για το ροκ κυρίως, αλλά όχι μόνο για το ροκ. Καθότι όλοι ακούμε κι άλλα πράγματα (ρεμπέτικα, λαϊκά, blues, τζαζ και λοιπά).
Μπορεί, κατά καιρούς, να υπάρχουν μεταξύ μας οι σχετικοί μουσικοί-καβγάδες, όμως στο τέλος (επειδή πάντα ανιχνεύεται καλό γούστο), όλοι θα αποδεχτούμε τις επιλογές του άλλου. Και όλοι θα μάθουμε το κάτι παραπάνω. Κάτι που το αγνοούσαμε λίγο πριν. Κι αυτό είναι το ωραίο. Από μια τέτοια φάση να βγαίνεις πάντα κερδισμένος.  
Έτσι, κι ενώ η κουβέντα εξελισσόταν, κάποια στιγμή άρχισε να πέφτουν τα βίντεο (από το YouTube) βροχή. Στην αρχή tracks από δίσκους και εν συνεχεία live. Σύνδεση με οθόνη τηλεόρασης, ηχεία στερεοφωνικού... και η απόλαυση στο μέγιστο.
O Μιχάλης Παπαδόπουλος (Mike Papas), που έχει κανάλι στο YouTube έριξε κάτι πολύ δυνατά blues, γνωστά (Freddy King) αλλά και άγνωστα, ενώ ο Χάρης Γιαννακόπουλος (που έχει facebook και γι’ αυτό τον αναφέρω) μάς πρότεινε, μεταξύ άλλων, το άλμπουμ τού Ελληνοαμερικανού Constantine (Hastalis) “Day of Light”, από το οποίο «πάθαμε». Ψυχεδελική ατμόσφαιρα με περισσότερα folk στοιχεία και φίσκα στα «κόλπα». Ανακαλύψτε το(ν)!
Και τι δεν έπεσε στην πορεία! Colosseum από live στη Γαλλία, Ginger Bakers Airforce, Stone the Crows, Wishbone Ash, Jeff Lynne, Jimmy Barnes, Joe Bonamassa, μα ακόμη Σαββόπουλος, Όσιρις (το “Easy leavin’” των Uriah Heep με τη Διώνη), μέχρι Αντρέας Μπάρκουλης και Μιχάλης Μενιδιάτης! Είπαμε...
Μπορεί να έχασα τον Κρόνο στο Πανεπιστήμιο και το πάρτυ με τα έιτις (καθότι πήγα στο σπίτι τού Μιχάλη με σκοπό να μείνω κανα δίωρο, ασχέτως αν έμεινα πάνω από πέντε ώρες!), αποζημιώθηκα όμως με το παραπάνω. Και από την παρέα και από τη φάση...
Κι άλλα τέτοια... Πάντα τέτοια... 

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

καλησπέρα

Μετά από τρεις βδομάδες αποχής (δηλαδή διακοπών) το δισκορυχείον είναι και πάλι εδώ.
Φυσικά, όλο αυτό το διάστημα το blog δεν έπαψε να ζει και να αναπτύσσεται προς διάφορες κατευθύνσεις, αφού η έλλειψη νέων αναρτήσεων προσφέρει πάντα την ευκαιρία για ένα ψαξιματάκι στο παρελθόν. Έτσι, παλαιά κείμενα ήρθαν και πάλι στο φως (τα πιο δημοφιλή τού μήνα τα βλέπετε, εξάλλου, δεξιά), δίνοντας την ευκαιρία ακόμη και σ’ εμένα να θυμηθώ μερικά θέματα που διατηρούν το ενδιαφέρον τους (έτσι φρονώ) και πέραν τής εκάστοτε επικαιρότητας.
Θα ξεπεράσουμε (ελπίζω σύντομα) κάποια τεχνικά προβλήματα, που προέκυψαν εν τω μεταξύ και άμεσα (νομίζω) θα προχωρήσουμε σε κανονική ροή αναρτήσεων.
Και θα έχουμε να πούμε πολλά... Πάρα πολλά... Σιγά-σιγά...
ΚΑΛΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ!

Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ROBERTO CARLOS ο μεγαλύτερος βραζιλιάνος τραγουδιστής

1. É proibido fumar (Erasmo Carlos, Roberto Carlos) 1964
 
2. Namoradinha de um amigo meu (Roberto Carlos) 12/1966
 
3. Você não serve pra mim (Renato Barros) 1967
 
4. La tempesta (D. Pace/R. Carlos) 1968
 
5. Jesus Cristo (Roberto Carlos, Erasmo Carlos) 1970

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

LOSEN RECORDS νέες κυκλοφορίες της νορβηγικής εταιρείας

Όπως έχουμε ξαναγράψει η Losen Records είναι μια εταιρεία που έχει την έδρα της στο Όσλο. Ξεκίνησε το 2010 και έως ώρας έχει κυκλοφορήσει περί τα 50 CD, που κινούνται στο χώρο της ευρύτερης σύγχρονης jazz (κάποια απ’ αυτά έχουν ήδη παρουσιαστεί στο δισκορυχείον). Για τέσσερις καινούριες κυκλοφορίες τής Losen θα πούμε στη συνέχεια λίγα λόγια…
REBECKA LARSDOTTER: Whirlwind [Losen, 2016]
Η Rebecka Larsdotter είναι γεννημένη στη Σουηδία, αλλά τώρα είναι εγκατεστημένη στην Νέα Υόρκη και βασικά είναι τραγουδοποιός. Γράφει στίχους και μουσικές δηλαδή, ερμηνεύοντας συγχρόνως τα κομμάτια της, τα οποία χοντρικώς κατακρατούν στοιχεία από δύο διαφορετικές παραδόσεις. Την jazz των αμερικανικών τζαζ στάναρντ και τις σκανδιναβικές πόλκες (λέω «χοντρικώς» γιατί υπάρχουν και άλλες αναφορές όπως στο blues κ.λπ.). Ο συνδυασμός των βασικών δύο δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο, εννοείται, αφού επ’ αυτού καταγίνονται οι Σκανδιναβοί ήδη από τα sixties, με θαυμαστά αποτελέσματα (Jan Johansson, Monica Zetterlund/ Bill Evans κ.ά.). Πολύ ενθαρρυντικά είναι όμως τα αποτελέσματα και στο “Whirlwind”, ένα άλμπουμ που δείχνει τόσο τις τραγουδοποιητικές ικανότητες της Larsdotter, όσο και την εξοικείωση των σημαντικών ντόπιων (με έδρα την Νέα Υόρκη) μουσικών που την συνοδεύουν σ’ αυτό το ωραίο ανακάτεμα. Μερικά ονόματα: Aaron Parks και Shai Maestro πιάνο, Danya Stephens σαξόφωνα, Rick Rosato μπάσο, Ari Hoenig ντραμς κ.ά. Μία πράγματι δυνατή εντεκάδα (δεν συμμετέχουν, εννοείται, σε κάθε track και οι έντεκα μαζί), που κάνει άψογη δουλειά, αναδεικνύοντας πρωτότυπα και διασκευές. Γιατί η Larsdotter ξεκινά έχοντας κατά νου, οπωσδήποτε, την αμερικάνικη παράδοση [“Peace” (Horace Silver), “Like someone in love” (Jimmy van Heusen/ Johnny Bruke), “My shining hour” (Harold Arlen/ Johnny Mercer)], πριν καταλήξει στις δικές της προτάσεις, στο δικό της υλικό. Από τα καλύτερα κομμάτια τού “Whirlwind” είναι οπωσδήποτε η τζαζ μπαλάντα “Zanes tune”, που είναι αφιερωμένη στον πρόωρα χαμένο σαξοφωνίστα Zane Musa, το bluesMorning after pill” και βεβαίως το “Kvar” που είναι γραμμένο και τραγουδισμένο στη μητρική της γλώσσα.
Ένα ήσυχο, αλλά με εσωτερική ένταση άλμπουμ (στιχουργική κυρίως) είναι το “Whirlwind”, που σφραγίζεται από την καλλιτεχνική πειθώ τής Rebecka Larsdotter.
MONGREL: Thick as Thieves [Losen, 2016]
Όπως διαβάζουμε και από τις liner notes του CD: «Νορβηγική μπάντα με ιάπωνα πιανίστα είναι οι Mongrel, που ηχογράφησε αυτό το άλμπουμ στην ισπανική εξοχή (σ.σ. κάπου κοντά στην Βαλένθια), ανακατεύοντας αμερικανικά τζαζ και ευρωπαϊκά αισθητικά στοιχεία». Ας δώσουμε, όμως, τα ονόματα των μελών του γκρουπ πριν προχωρήσουμε… Thomas Husmo Litleskare τρομπέτα, Ayumi Tanaka πιάνο, Stian Andreas Egeland Andersen μπάσο και Tore Flatjord ντραμς. Ένα κλασικό πιάνο-τρομπέτα κουαρτέτο έχουμε λοιπόν στην περίπτωσή μας, που όμως δεν είναι και τόσο… κλασικό. Υπό την έννοια πως οι συνθέσεις των Mongrel διατηρούν περισσότερο ευρωπαϊκά και δη σκανδιναβικά χαρακτηριστικά, παρά αμερικανικά. Βεβαίως οι βάσεις μπορεί να είναι τα fifties κουαρτέτα του Miles Davis, όμως οι μελωδίες είναι κατά βάση ευρωπαϊκές και όχι blues, ενώ και οι αυτοσχεδιασμοί κινούνται πιο πολύ στο νεορομαντικό μινόρε πνεύμα, παρά σε free fiery καταστάσεις. Γενικώς θα έγραφα για ένα σοβαρό, συνετό ακρόαμα, που έχει τον τρόπο να σε κρατάει με την αμεσότητα και την ουσία συνθέσεων και αυτοσχεδιασμών. Περαιτέρω θα σημείωνα την ιδιαίτερη εκφραστικότητα του πιανίστα Tanaka και τους συνδυασμούς του με την τρομπέτα του Litleskare, που παραπέμπουν σε αξιοσημείωτες όσο και ιστορικές στιγμές της nordic jazz· και αυτό δεν είναι λίγο.
PER MATHISEN: Sounds of 3 [Losen, 2016]  
Περνάμε σε κάτι διαφορετικό – και ως σχήμα και ως ήχος. Είναι το… ροκ τρίο του μπασίστα Per Mathisen, που συμπληρώνεται από τον κιθαρίστα Frode Alnæs και τον ντράμερ Giraldo Piloto. Οι συγκεκριμένοι τρεις παίζουν αυτά τα τρία αναμενόμενα όργανα και είναι αυτά τα τρία όργανα, βασικά, που προβάλλουν επιρροές και αναφορές. Αν και… κυκεώνας, γενικώς. Γιατί αυτό που παράγει το τρίο του Per Mathisen δεν περιορίζεται σε κάτι λίγο και συγκεκριμένο. Rock λοιπόν, καθότι έχουμε σφοδρά ηλεκτρικά παιξίματα, αλλά ταυτοχρόνως και blues, cuban, funk, pop, classical και ακόμη free form και oriental, όπως χαρακτηριστικώς σημειώνει (κι έτσι είναι) και ο Mathisen στο μέσα μέρος του cover. Συνθέσεις πρωτότυπες, οκτώ στον αριθμό, αλλά και μια ωραία version –δεν θα μπορούσε να μην ήταν ωραία– στη θρυλική “Pavane” του Gabriel Fauré (με τη θεία μελωδία να «βγαίνει» όχι μόνον από την κιθάρα, αλλά και από το μπάσο!). Αν και η “Pavane” έτσι όπως τοποθετείται στη μέση του άλμπουμ το καθορίζει 100% και ως προς τα προηγούμενα και ως προς τα επόμενα, δεν είναι η μόνη αληθινά μεγάλη στιγμή του “Sounds of 3”. Είναι και το εισαγωγικό κομμάτι “The C sharp man” που τα χώνει αγρίως (με τον τρόπο ενός ύστερου Jack Bruce ας πούμε), είναι και το νωχελικό “Skumringstimen”, είναι και το έξτρα φουριόζο “Rumbamania”, είναι και το… ποπ έσχατο “Travelinman” με τα συνθο-φωνητικά του και τα ελαφρώς eighties ηχοχρώματα.
KRISTIN NORDERVAL, IDA HEIDEL, NUSCH WERCHOWSKA: Parrhésie [Losen, 2016]
Πρόκειται για ένα γυναικείο improv trio, το οποιό αποτελούν αι Kristin Norderval φωνή, laptop (live processing), Ida Heidel φλάουτα, μικροκρουστά και Nusch Werchowska πιάνο (κανονικό και «από μέσα»). Το “Parrhésie”, ως πρόταση, έχει μιαν ιδιαιτερότητα (αν και για τέτοιου τύπου άλμπουμ δεν είναι και τόσο ιδιαιτερότητα). Είναι όλο γραμμένο σε πραγματικό χρόνο (σ’ ένα ισπανικό στούντιο), χωρίς εκ των υστέρων προσθήκες οι επεμβάσεις. Αυτό σημαίνει πως καταγράφει μια πολύ συγκεκριμένη διαπροσωπική και συναισθηματική στιγμή (των τριών αυτοσχεδιαστριών), φέρνοντάς μας στη μνήμη ανάλογα άλμπουμ απ’ όλες τις τελευταίες «ευρωπαϊκές» δεκαετίες. Χωρισμένο σε δύο μέρη το “Parrhésie”, στο πρώτο “Mercury sunrise” και στο δεύτερο “Sonic orbits”, εμφανίζει μια ηχητική περιπέτεια που μπορεί να ξεκινά από τον Cecil Taylor και να φθάνει μέχρι τα projects του Evan Parker ή του Carlos Bechegas. Εκείνο που το κάνει ακόμη πιο διακριτό είναι τα φωνητικά της Norderval, κατά βάση… ασύντακτοι βοκαλισμοί, το ίδιο αυθόρμητοι και εν τω γεννάσθαι υποθέτω, ικανοί να δημιουργούν πρόσθετες και επιβλητικότερες εντάσεις.
Η φράση κλισέ που θα έλεγαν και οι παλαιότεροι… «άλμπουμ για απαιτητικούς ακροατές».
Επαφή: www.losenrecords.no

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΑΒΡΑΝΟΣ η συνέντευξη της ζωής του (ας την θυμηθούμε και πάλι)

Ο Γεράσιμος Λαβράνος, ως γνωστόν, δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Έφυγε από τη ζωή πέρυσι τον Μάρτιο στα 80 χρόνια του.
Είχα προλάβει κι είχα γνωρίσει τον Γεράσιμο Λαβράνο μιαν εποχή όπου το έργο του ήταν πραγματικά λησμονημένο. Κι αυτό είχε γίνει τον Μάρτιο του 2007, όταν μέσω του περιοδικού Jazz & Τζαζ επανακυκλοφόρησαν οι ωραίες όσο και ξεχασμένες μουσικές του από τα sixties.
Την εποχή που γνωριστήκαμε δεν τον είχε προσεγγίσει, δημοσιογραφικά, κανείς πιο πριν (εννοώ τα πιο πρόσφατα χρόνια, δεν μιλάω για τα sixties). Σε κανέναν δεν είχε μιλήσει για το τόσο λαμπερό παρελθόν του, για τη διεθνή καριέρα του, για τις καινοτομίες που έφερε στον ήχο και τη διασκέδαση της Ελλάδας των sixties – και τούτο ήταν κάτι, που με είχε εξιτάρει ακόμη πιο πολύ.
Είχαμε πει πολλά εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα με τον μαέστρο στο σπίτι του, κάπου στο Γαλάτσι, αφού τον είχα «αναγκάσει» να θυμηθεί παλιές ξεχασμένες ιστορίες, όπως π.χ. τα εγκαίνια του Mont Parnes το καλοκαίρι του ’61, τη γνωριμία του με τον Γιάννη Χρήστου, την άλλη γνωριμία του με τον Tom Jobim, στο Ρίο ντε Τζανέιρο πια, το 1968 και άλλα διάφορα…
Μου είχε πει, εννοώ, πολλά, πάρα πολλά (ακόμη και κάποιες πικρίες του εν σχέσει με τραγουδιστές και τραγουδίστριες που είχε βοηθήσει και που, στην πορεία, φάνηκαν αγνώμονες) και μερικά απ’ αυτά τα είχα μεταφέρει σε μιαν ενδιαφέρουσα, θέλω να νομίζω, συνέντευξη, που διαβάστηκε σ’ εκείνο το αφιερωμένο τεύχος τού Jazz & Τζαζ, τον Απρίλιο του 2007.
Με τον Γεράσιμο Λαβράνο βρεθήκαμε κι άλλες φορές το επόμενο διάστημα – παρότι αργότερα χαθήκαμε κάπως, όπως συχνά συμβαίνει με τους ανθρώπους. Θεωρούσε δε πολύ σημαντικό –και πάντα μου το τόνιζε– κάτι που είχα γράψει για ’κείνον σε ανύποπτο χρόνο.
Ενώ, λοιπόν, είχε περάσει καιρός από την έκδοση του περιοδικού με το CD του, εκείνος προτιμούσε να μην αναφέρεται στο συγκεκριμένο γεγονός, ενθυμούμενος πάντα κάτι μικρό, που είχε προηγηθεί και που για τον ίδιον είχε ξεχωριστή σημασία. Τον καταλάβαινα, γιατί ήταν το πρώτο. Κι ήταν εκείνο που τον είχε «ξεκλειδώσει», μαζί με ό,τι άλλο, ώστε ν’ αποφασίσει να μιλήσει.
Τον Ιανουάριο του 2007 (τέσσερις μήνες πριν την τιμητική έκδοση) είχα γράψει στο Jazz & Τζαζ κάποια κείμενα για τους συνθέτες τής exotica Martin Denny και Les Baxter. Εκείνα τα δύο κείμενα είχα φροντίσει να τα «κλείσω» μ’ ένα τρίτο που είχε τίτλο “Greek Exotica” και στο οποίο έκανα λόγο για το θρυλικό LP «Χορέψτε με το Γεράσιμο Λαβράνο και την Ορχήστρα του» [Polydor, 1965].
Είχα δημοσιεύσει, μάλιστα, και τη φωτογραφία της ορχήστρας από το back cover, σημειώνοντας χαρακτηριστικά (για κομμάτια του LP και ορισμένων ακόμη τραγουδιών του), πως είχαν να κάνουν με… «μιαν exotica ελληνική, που δεν έχει ανάγκη να τη συγκρίνουμε με κανέναν Baxter ή Denny».
Και λίγα είχα γράψει, εδώ που τα λέμε, για έναν αληθινά πρωτοπόρο μουσικό. Όχι με την έννοια της αβαντγκάρντιας, αλλά με την έννοια των συνεχών πρωτότυπων ιδεών και θεαμάτων (επιτυχίες στη Γαλλία, jazz, exotica, rebeta nova, soundtracks, γιάνκες, soul music, go go girls, Ρίο ντε Τζανέιρο, Poll κ.λπ.), που εφάρμοζε και ανέβαζε στα κέντρα της Αθήνας (και του εξωτερικού) στα χρόνια του ’60 και του ’70. 
Εδώ η συζήτησή μας…

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

τα πολύ καλά άλμπουμ “V.O.L 3” των 2002 GR από το 1982 και της Χριστίνας από το 1973 (γιατί θα πρέπει να ντρεπόμαστε για ’κείνα που μας άρεσαν μικροί;)

Αν το 1981 ήταν η χρονιά των Sharp Ties και των Scraptown, δύο συγκροτημάτων δηλαδή που αφουγκράζονταν τον βρετανικό ήχο της εποχής, τον ήχο της 2 Tone ας πούμε (Madness, The Specials, Bad Manners κ.λπ.) και των UB40, το 1982 ήταν η χρονιά των 2002 GR – εννοώ πως δεν ήταν η χρονιά ούτε του Σιδηρόπουλου, ούτε της Σπυριδούλας, που τους ακούγανε τα… περιθώρια. Το γκρουπ που άκουγες παντού, στα μπαρ, στις παμπ, στις καφετέριες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, ακόμη και στα διαλείμματα των θερινών κινηματογράφων ήταν οι 2002 GR. Αυτό το γκρουπ είχε επιτυχία, και αυτό... επιδοκίμαζε ο λαός. Καλώς ή κακώς (εγώ θα πω «καλώς») αυτό ήταν.
Πρώτη φορά που άκουσα 2002 GR ήταν στο ραδιόφωνο, σε πειρατικό σταθμό. Ήταν ένα track που με είχε κάνει να τα χάσω. Τόσο πολύ μου άρεσε. Ήταν το... ροκ-αμανετζίδικο «Θυμάμαι», το οποίον ο πειρατής το έβαζε και το ξαναέβαζε συνεχώς, αλλά δίχως να μιλάει. Δίχως να λέει περί τίνος επρόκειτο δηλαδή. Θυμάμαι, επίσης, πως εκείνη την εποχή, σε προσωπικό επίπεδο που λέμε, άκουγα συνεχώς τον «Ξαναπέ» του Νικόλα Άσιμου, και παρότι γούσταρα (ανάμεσα σε άλλα) κι εκείνη την ανάμειξη ροκ και λαϊκού που επιχειρούσε ο μακαρίτης, το «Θυμάμαι» ήταν κάτι άλλο. Ερχόταν από αλλού. Δεν είμαι σίγουρος πότε ανακάλυψα πως το κομμάτι αυτό το έλεγαν οι 2002 GR τελικώς. Μάλλον πρέπει να συνέβη λίγο αργότερα, όταν αγόρασα το “V.O.L 3”, καθώς από παντού ακούγονταν πλέον το «Αύριο», η «Μαγική Αυλή» και όλα τα υπόλοιπα.
Εντάξει, μπορεί ως… ιντελέκτουελ να πούμε ν’ ακούγαμε τότε και τα πρώτα δισκάκια της Creep (μιλάω πάντα για τα ελληνικά ακούσματα), αλλά το fun δεν το εύρισκες σ’ αυτά. Το εύρισκες σε τούτο τον παλιό ελληνοροκά που άκουγε (και ακούει) στο όνομα Ηλίας Ασβεστόπουλος. Γιατί ο Ασβεστόπουλος είναι πολύ μάγκας – κάτι που το δείχνει εξάλλου από το 1966, καθώς τότε γράφει το “Drive my Mustang” των Persons (ως γνωστόν θα πω), ένα από τα top-5 greek garage-punk των sixties.
Το 1982 δεν είμαι καθόλου σίγουρος αν γνώριζα τους 2002 GR ή σκέτο 2002 από τα προηγούμενα LP τους (το «Πόλα» του ’74 και τον «Σιδερένιο Άνθρωπο» του ’75), θυμόμουν όμως τον Ασβεστόπουλο από ένα τραγούδι του από το «Γαλάζιο Όνειρο» (1977), που το άκουγα στις διαφημιστικές εκπομπές της Columbia και μου άρεσε πολύ. Το τραγούδι λεγόταν «Μια μέρα θα ξανάρθω» και ήταν γραμμένο (μουσική-στίχοι) από τον Άκη Σκαμάγκα (άλλη μια αγνοημένη «μορφή» του ελληνικού ροκ).
Ρίχνω λοιπόν στο πλατώ το “V.O.L 3” και παθαίνω πλάκα. Το ένα τραγούδι καλύτερο από το άλλο!
Το άλμπουμ άνοιγε με τη «Μαγική αυλή», συνέχιζε με το «Είπες πως», το hit «Αύριο» του Χρήστου Κυριαζή, το έξοχο «Άννα» του Στέλιου Καραΐνδρου, για να κλείσει η πλευρά με το ανατολίτικο «Θυμάμαι» (Ασβεστόπουλος - Χατζησόγλου)… κομμάτι που αν το άκουγαν, τότε, οι ανάλογοι Εγγλέζοι θα λιποθυμούσαν.
Και η δεύτερη πλευρά, όμως άνοιγε «γαμάτα». «Μονάχα εσύ» (Ασβεστόπουλος) και καπάκι το «Αχ καϋμένη» του Γιάννη Κιουρκτσόγλου – ίσως το ωραιότερο track του δίσκου. Ο Κιουρκτσόγλου περιγράφει την ιστορία μιας γκόμενας που πουλήθηκε για τα φράγκα, με τη μαμά της να κάνει πλάτες… και με τον Ασβεστόπουλο να δίνει, εδώ, την ερμηνεία της ζωής του. Ακολουθούσαν τρία τραγούδια με αγγλικό στίχο (“Love rhyme”, “Your loves a”, “Best of times”), που δεν ήταν άσχημα (ιδίως το “Best of times”), δείχνοντας ακόμη περισσότερο τις reggae-ska αναφορές των 2002 GR, που τότε τους αποτελούσαν οι: Ηλίας Ασβεστόπουλος τραγούδι, Γιάννης Χατζησόγλου κιθάρα, Στέλιος Καραΐνδρος ντραμς και Σωτήρης Καραούλιας μπάσο, ενώ ως guest βοηθούσε, κάνοντας πολύ καλή δουλειά στα keyboards, ο Κώστας Γανωσέλης.
Μπροστά στις «Ηρωίνες» (Σιδηρό) που γουστάρανε κάτι γνωστοί μου ψwλοβρόντες και τους «Χουλιγκάνους» των Σπυριδούλα που…δεν τους ένοιωθε κανείς… γι’ αυτό τα σπάγανε τα καημένα τα παιδιά… τα τραγούδια των 2002 GR ήταν σκέτο βάλσαμο. Ωραίες μουσικές, γερά, απλά και καθημερινά λόγια, παιξίματα, όπως πάντα πολύ πρώτα, ωραίες ερμηνείες από τον Ασβεστόπουλο και μιαν απλώς ανεκτή παραγωγή, ήταν εκείνα που χαρακτήριζαν έναν από τους καλύτερους ελληνικούς ροκ δίσκους που κυκλοφόρησαν εκεί στις αρχές των eighties.
Φυσικά το “V.O.L 3” είχε πατώσει στις κριτικές της εποχής, καθότι τα «βαριά πεπόνια», που γράφανε στα περιοδικά, αδυνατούσαν να αντιληφθούν το απλό και το ουσιαστικό, που κόμιζαν αυτά τα πανέμορφα τραγούδια. Να, τι έλεγε σε πέντε γραμμές ο Χ.Χ. (μάλλον ο Χρήστος Χατζής) στη Μουσική (τεύχος 54, Μάης 82). Μεταφέρω όλη την κριτική (τα κεφαλαία και η έμφαση δεν είναι δικά μου, δικά μου είναι τα... σ.σ.):
«Ο Ασβεστόπουλος μάζεψε μερικούς μουσικούς που δεν τα πάνε καθόλου άσχημα (αλήθεια το λέω ΔΕΝ κάνω πλάκα) (σ.σ. σιγά ρε μεγάλε… μας έσκισες). Εδώ η παραγωγή και η ηχοληψία βοηθάνε με διάφορα εφφέ να καλύπτουν λάθη (σ.σ. ;!) και να βγαίνει ένα μερικές φορές εντυπωσιακό αποτέλεσμα (σ.σ. μπαα;). Εκεί που χωλαίνουν οι 2002 είναι πρώτο (και λιγότερο) η σύνθεση που τις περισσότερες φορές είναι υποτυπώδης και χωρίς έμπνευση (σ.σ. τι λέει ο άνθρωπος!), ύστερα οι αδιάφοροι έως κακοί στίχοι (σ.σ. είπαμε, όλοι αυτοί με τι θα ικανοποιούνταν) και τέλος η ερμηνεία του Ηλία Ασβεστόπουλου, που ανέκαθεν ήταν κακός τραγουδιστής (σ.σ. ό,τι να ’ναι). Τα τρία αγγλόφωνα κομμάτια του δίσκου είναι καλύτερα (σ.σ. αντιλαμβάνεστε σκεπτικό…) ίσως επειδή δεν καταλαβαίνουμε τι λένε (σ.σ. …). Ξεχάσαμε να σας πούμε ότι ο δίσκος κινείται σε New Wave πλαίσια! Έτσι όπως πάμε σε λίγο το “ελληνικό ροκ” θα είναι υπόθεση του Χριστοδουλόπουλου…». Καρέ της... εξυπνάδας.
Ακούστε το άλμπουμ μόνοι σας (με ψυχή ε;) και βγάλτε τα συμπεράσματά σας…

Η Χριστίνα, που σχετίζεται καλλιτεχνικά με τον Ηλία Ασβεστόπουλο, ήταν μια πολύ καλή ποπ τραγουδίστρια, με άξια πορεία στη δισκογραφία, στα κλαμπ και τα κέντρα διασκέδασης, στα σέβεντις, κάνοντας πολλά εξώφυλλα για τα πάσης φύσεως περιοδικά της εποχής, συμμετέχοντας στο Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, ενώ θα περνούσε και από τον κινηματογράφο – καθώς θα εμφανιζόταν στην ταινία του Νίκου Παναγιωτόπουλου «Τα Χρώματα της Ίριδος» (1974).
Στο ποπ στερέωμα, η Χριστίνα, θα γινόταν γνωστή μέσα από τις συνεργασίες της με τα συγκροτήματα Music Machine και Sounds (ιδίως μ’ αυτούς), στην αρχή της δεκαετίας, προετοιμάζοντας ταυτοχρόνως αυτό το πρώτο άλμπουμ της, που διαθέτει πολλά καλά τραγούδια. Και αναφερόμαστε, βεβαίως, στα πρωτότυπα και όχι στις πέντε διασκευές, που συμπληρώνουν το track list. Είχε ξεκινήσει από νωρίς η φάμπρικα με τις versions, στο ελληνικό ποπ-ροκ, αλλά εκεί στα πρώτα χρόνια του ’70 θα γινόταν χαμός, αφού όλοι οι ποπίστες γέμιζαν τους δίσκους τους με διασκευές.
Εδώ, στον δίσκο της Χριστίνας, ακούμε τα «Lady hi lady ho» των Les Costa από το 1971 («Θέλω να γελώ»), «Pour un flirt» του Michel Delpech από το 1971 («Φλερτ»), «Viva» της Mary Roos από το 1972 («Ζήσε»), «Tu te reconnaîtras» της Anne Marie David από το 1973, που ήταν πρωτιά για το Λουξεμβούργο στην Eurovision («Θα σε βρω») και ακόμη το «Alone again (Naturally)» του Gilbert O’Sullivan από το 1972 («Το τραγούδι της βροχής»).
Το θέμα είναι πως αν εξαιρέσεις κάπως το «Φλερτ», που ήταν ευχάριστο (κι έκανε επιτυχία στην Ελλάδα), όλα τα υπόλοιπα ξένα τραγούδια ήταν απείρως κατώτερα από τα ελληνικά (ακόμη και η πρωτιά της Eurovision δεν έπιανε μία μπροστά στα άξια κομμάτια του Ηλία Ασβεστόπουλου και του Νίκου Καλογεράκη).
«Ο μάγος» (μουσική και στίχοι από τον Ηλία Ασβεστόπουλο – βραβείο στίχου στο Ελληνικό Φεστιβάλ Τραγουδιού του 1973) είναι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά ποπ τραγούδια εκείνης της εποχής (εφάμιλλο των καλυτέρων των Poll και των Νοστράδαμος). Εξίσου ωραία ήταν, όμως, και τα «Πού θα βρω νερό» των Νίκου Καλογεράκη (από τους Blue Birds), Ηλία Ασβεστόπουλου (από τους Persons) και Αντώνη Πιτσολάντη (από τους Persons), «Ελπίδα» (γραμμένο από την προηγούμενη τριάδα), «Νεανικά παιχνίδια» (των Ηλία Ασβεστόπουλου-Άκη Σκαμάγκα) και «Εγώ κι εσύ» (των Ηλία Ασβεστόπουλου-Αντώνη Πιτσολάντη).
Αν αυτοί οι άνθρωποι υπέγραφαν και τα υπόλοιπα πέντε τραγούδια του δίσκου (γιατί σίγουρα θα είχαν γράψει κι άλλα) είναι πολύ πιθανόν να μιλούσαμε, τώρα, για έναν κορυφαίο δίσκο της ελληνικής ποπ – με τοπ ενορχηστρώσεις από τον Κώστα Καπνίση! Κι έτσι, όμως, το άλμπουμ αυτό της Χριστίνας, το ντεμπούτο της από το 1973, είναι πολύ καλό και ξεχωρίζει. 

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

δύο άλμπουμ της GIZEH RECORDS

Η Gizeh Records είναι μια βρετανική εταιρεία (έχει για έδρα της το Μάντσεστερ), που ιδρύθηκε το 2004. Στον κατάλογό της συναντάς διάφορα ονόματα, οι μουσικές των οποίων μπορεί να ξεκινούν από το νέο rock (αυτό που αποκαλείται post-rock), φθάνοντας μέχρι τη σύγχρονη κλασική και το πείραμα. Για δύο από τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της θα πούμε τώρα λίγα λόγια…
CHRISTINE OTT: Only Silence Remains [Gizeh GZH66, 2016]
Γαλλίδα συνθέτρια είναι η Christine Ott, γνωστή, σε όσους, ως συνεργάτιδα επί χρόνια τού Yann Tiersen. Βασικό όργανο τής Ott είναι τα κύματα Μαρτενό (ondes Martenot), αυτό το πρώιμο ηλεκτρονικό που εδώ, θα λέγαμε, έχει την τιμητική του – κατά μίαν έννοια βεβαίως, αφού η Ott χειρίζεται περαιτέρω πιάνο, αρμόνιο, κρουστά και άλλα τινά. Δίπλα της, τώρα, στα διάφορα tracks, υπάρχουν και κάποιοι guests σε harpsichord, κοντραμπάσο, τσέλο, βιμπράφωνο, ηλεκτρονικά και φωνές – αν και το πιάνο με τα κύματα Μαρτενό είναι τα βασικά όργανα, μέσα από τα οποία περνούν οι μελωδίες τής Ott (η Γαλλίδα, ας το πούμε, είναι βασικά μελωδός).
Θα μπορούσε κάποιος να μιλήσει για μια neo-classical αφήγηση, με πολλά στοιχεία νεορομαντισμού της γαλλικής σχολής, ανακατεμένα στην πορεία με τις σύγχρονες new-age, ambient και σίγουρα λιγότερο minimal αναφορές. Οι συνθέσεις τής Ott είναι αλήθεια δηλαδή πως «οικοδομούν» περιβάλλοντα με τέτοια χαρακτηριστικά – χωρίς, ωστόσο, να χάνουν το ενδιαφέρον τους (απεναντίας!) ακόμη και όταν φλερτάρουν με το πείραμα ή την… αποδόμηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύνθεσή της “Tempête”, που ξεπερνά τα εννέα λεπτά και που αποτελεί, ίσως, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι τού “Only Silence Remains”. Πρόκειται για ένα εικονοκλαστικό αφήγημα, χωρίς σαφή κατεύθυνση, γεμάτο όμως από καίριες «εκπλήξεις». Θόρυβοι, εφφέ, ηλεκτρονικά, ελεύθερη αυτοσχεδιαστική ανάπτυξη στη μεγαλύτερη διάρκειά του κι ένα περισσότερο προφανές, αλλά όχι εκτός τόπου και χρόνου, κλείσιμο. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζει, όμως, και το έσχατο Disaster”, που ξεκινά κάπως μηχανιστικά, για ν’ ακολουθήσει τάχιστα τις γραμμές τής electro romance τού David Sylvian και του... αναλόγου ήχου της 4AD.
Πολύ καλό άλμπουμ, που αναπτύσσεται, όπως πρέπει, όσο κυλάει ο χρόνος του.
ANDERS BRØRBY: Nihil [Gizeh GZH65DP, 2016]
Ελάχιστα πράγματα γίνονται γνωστά για το… παραμέσα τού “Nihil” του Anders Brørby. Στο ένα από τα δύο χαρτάκια (inserts), που συνοδεύουν αυτή την πολύ περιποιημένη, όσο και limited έκδοση, τα μόνα που αναγράφονται είναι τούτα: “written and produced by Anders Brørby”, “additional analogue mixing by Thomas Oxem”, “mastered by James Plotkin”. Τίποτ’ άλλο. Χρειαζόταν κάτι περισσότερο; Πιθανώς όχι. Η μουσική, και στην περίπτωση του “Nihil”, μιλάει από μόνη της…
Βασικά, εδώ έχουμε ένα ακόμη περιβαλλοντικό έργο, πείτε το ηχογράφημα αν το «έργο» πέφτει βαρύ, που ταιριάζει όσο δεν φαντάζεστε με το προηγούμενο CD τής Ott. Όχι πως είναι «το ίδιο», δείχνει όμως το προς τα πού το πάει η Gizeh Records μ’ αυτές τις πιο πρόσφατες κυκλοφορίες της.
Ηλεκτρονικά κι εδώ, πολλά ηλεκτρονικά, που δημιουργούν άλλοτε περισσότερο αφηρημένες και άλλοτε πιο αναμενόμενες ηχητκές καταστάσεις. Υπάρχουν θόρυβοι χαμηλής εντάσεως και κυρίως ένα μελωδικό άπλωμα, που κινείται αργά προς την καρδιά του krautrock, το “Zeit” των Tangerine Dream π.χ, καθώς οι χαλαροί πληκτρονισμοί, θυμίζουν, συχνά, soundtracks περιβαλλοντικών ντοκιμαντέρ. Υπάρχουν πολύ ενδιαφέροντα θέματα στο “Nihil” με πρώτο το “From the window above the lake”, που αναπτύσσεται... οργιαστικά, ενώ το μεγαλύτερο σε διάρκεια track του CD, το 10λεπτο “We sat in silence, watching each other disappear”, σε συνεπαίρνει με την καταιγιστική και… υποχθονίως θορυβώδη διαδρομή του.
Η Gizeh Records εισάγεται στην Ελλάδα από την Recordisc, επαφή: www.recordisc.wordpress.com