Σάββατο 30 Απριλίου 2016

τι να μας πουν οι... διάφοροι όταν υπάρχει ο αιώνιος ΚΩΣΤΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ;

ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑ Η ΑΥΡΙΑΝΗ!

BLUES REVIVAL 17: DRIFTIN’ SLIM ή MODEL T. SLIM (1919-1977)

Δεν δισκογράφησε πριν τον Δεύτερο Πόλεμο ο Driftin’ Slim ή Model T Slim (πραγματικό όνομα Elmon Mickle), όμως μαθήτευσε δίπλα στον Sonny Boy “John Lee” Williamson, όταν ο τελευταίος ηχογραφούσε για την Bluebird στα τέλη του ’30. Αν και παρουσίασε για πρώτη φορά τραγούδια του για την Modern το 1951, μόνο μετά την έκρηξη του blues revival άρχισε να απασχολεί ευρύτερα με το δικό του one man band σώου, με αποτέλεσμα να γράψει τότε αρκετές πλευρές για πολλά μικρά labels (Elko, E.M., JGEMS, Magnum κ.ά.). Έγραψε και για την βρετανική Blue Horizon δύο tracks το 1966, αλλά εκείνο το LP (ένα από τα ελάχιστα δικά του), που έδειξε ποιος στ’ αλήθεια ήταν ο DriftinSlim ήταν το “Somebody Hoo-Dood The Hoo-Doo Man”, που τυπώθηκε για την Milestone περί το 1967.
Δισκογραφία (επιλογή) 
1. Somebody Hoo-Doo’d The Hoo-Doo Man – Milestone MSP 93004 – 1967; 
2. Somebody Done Voodoo - The Hoodoo Man – UK. Flyright FLY 559 – 1980 (ως Model T. Slim) 
(ηχογραφήσεις από 1966-67;)

Παρασκευή 29 Απριλίου 2016

oι GÉTATCHÈW MÈKURYA, TONY CONRAD, PAPA WEMBA, LONNIE MACK, GIB GUILBEAU και BILLY PAUL στον… άλλο κόσμο

Ο θάνατος του Prince (21/4) ήταν το αρνητικό καλλιτεχνικό γεγονός του μήνα που τελειώνει. Εξ ίσου σημαντική απώλεια υπήρξε κι εκείνη του Merle Haggard (6/4), ενός τεράστιου μουσικού της country, αν και ιδεολογικώς αμφιλεγόμενου κάποιες φορές, που έγινε «θρύλος» εν ζωή. (Δεν χρειάζεται να πούμε πως όταν μιλάμε για country στην επαρχιακή Αμερική και στο νότο της χώρας είναι σαν να λέμε για το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα). Επίσης η απώλεια του Gato Barbieri, στην αρχή του Απρίλη (2/4), είχε κι αυτή το παγκόσμιο βάρος της λόγω Last Tango in Paris.
Πέραν αυτών των μεγάλων (μουσικών) απωλειών υπήρξαν κι άλλες σημαντικές, που πέρασαν κάπως απαρατήρητες ή και εντελώς απαρατήρητες. Να μερικές απ’ αυτές…
GÉTATCHÈW MÈKURYA (1935-4/4/2016)
Μορφή της αιθιοπικής τζαζ (ναι, υπάρχει και τέτοια) που απέκτησε παγκόσμια φήμη μόλις στις αρχές των 00s, ο Gétatchèw Mèkurya είναι μια κατηγορία μόνος του. Υιοθετώντας την παράδοση τής shellèla, ενός τύπου τραγουδιού που έμοιαζε με λογομαχία, ο Mèkurya έφτιαξε από πολύ νωρίς τον προσωπικό ήχο του, αυτοσχεδιάζοντας στο τενόρο σαξόφωνο σ’ ένα… οργίλο στυλ, με τόλμη και φαντασία. Το άκουσμα είναι κάποιες φορές μοναδικό, ορισμένες φορές μπορεί να υπαχθεί στην κατηγορία free, ενώ κάποιες άλλες μπορεί να θυμίσει ακόμη και ταξίμια κλαριντζήδων. Είχε όμως και άλλα κομμάτια στη φαρέτρα του ο Gétatchèw Mèkurya (πέραν των πιο… free), όπως χορευτικά ή και «ψυχεδελικά» στο γνωστό éthiopiques ύφος των συλλογών τής Buda Musique. Από ένα τέτοιο CD εξάλλου, το “Negus of Ethiopian Sax” του 2003 (το υπ’ αριθμόν 14 εκείνης της περίφημης γαλλικής σειράς), ο αιθίοπας σαξοφωνίστας θ’ αποκτήσει μεγάλη φήμη, που θα τον φέρει στα… γεράματά του στην Ευρώπη να συνεργάζεται με τους αναρχοπάνκηδες και άλλα τινά Ολλανδούς The Ex! Και από ’κει θα προκύψουν δίσκοι, όπως το “Moa Anbessa” (2006) ή το “Y'Anbessaw Tezeta” (2012) – το λέω, γιατί οι λίγες πρωτότυπες εγγραφές του στην αιθιοπική Philips από τα early seventies κοστίζουν μια (μικρή) περιουσία. Ok, υπάρχουν και οι επανεκδόσεις…
TONY CONRAD (1940-9/4/2016)
Από τους καλλιτέχνες που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τη μουσική και φιλμική avant του ’60, ο Tony Conrad (γνωστός και στους ροκάδες από τις συνεργασίες του με τους Γερμανούς Faust) άφησε πίσω του έργο πολύ και σημαντικό. Αρκεί να σκεφτούμε μόνο (όσον αφορά στη μουσική) πως ο Conrad υπήρξε μέλος ενός θρυλικού γκρουπ των early sixties, μέσα από το οποίο ξεπήδησαν ουσιαστικά οι Velvet Underground, των Theatre of Eternal Music / The Dream Syndicate, μέλη των οποίων, πέραν του ιδίου, ήταν και οι John Cale, Angus MacLise, La Monte Young και Marian Zazeela. Το τι έπραξαν όλοι αυτοί, σε τι φιλοσοφικές (διαλογιστικές) διαστάσεις κινήθηκαν, καθώς έψαχναν τον «τέλειο τόνο», τι μουσική σκάρωσαν, πώς έμπλεξαν τα drones, με τον μινιμαλισμό και το πείραμα είναι πολύ μεγάλη ιστορία, που έχει εν πάση περιπτώσει καταγραφεί, και που είναι κάπως δύσκολο αυτή τη στιγμή να αναλυθεί.

Η συνέχεια εδώ…

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

πέθανε ο ΟΣΚΑΡ ΑΛΒΑΡΕΖ

Τον ΠΑΣ Γιάννινα τον συμπαθούσα, τον Παναθηναϊκό ποτέ, όμως τον Αλβαρέζ όπου τον έβλεπα να παίζει, είτε με τον «Άγιαξ της Ηπείρου», είτε με τους Πράσινους, τον χαιρόμουνα. Παικταράς, που δύσκολα μαρκαριζόταν, με ωραία ξεπετάγματα και με φοβερό σουτ, ο Αλβαρέζ είχε χώσει γκολάρες (134 τον αριθμό!) είτε με τον ΠΑΣ (1972-76), είτε με τον Παναθηναϊκό (1976-80), οδηγώντας τις ομάδες του σε εντυπωσιακές νίκες.
Τον Αλβαρέζ τον είχε φέρει στην Ελλάδα ο Γκομέζ ντε Φαρία στις αρχές του ’70, όταν ξεκίνησε να κτίζει τον ΠΑΣ στηριγμένος στους ελληνοποιημένους «άσσους» από την Λάτιν Αμέρικα. Ο Όσκαρ Αλβαρέζ, μαζί με τους Κοντογιωργάκη, Γκλασμάνη, Παστερνάκη, Μοντέζ και τον τερματοφύλακα Λίσα συμπλήρωσαν μιαν εξαιρετική ομάδα που στέφτηκε πρωταθλήτρια στη Β Εθνική αρχικώς (περίοδος 1973-74), ενώ δύο χρόνια αργότερα (περίοδος 1975-76), έφθασε μέχρι και την 5η θέση τής Α Εθνικής κατακτώντας τον άτυπο τίτλο τής πρώτης επαρχιακής ομάδας. Αργότερα ήρθε ο ΠΑΟ για τον Αλβαρέζ, για λίγο στη συνέχεια ο Ατρόμητος Αθηνών και τέρμα…
Δισκάκι της Astron με "γιαννιώτικα" τραγούδια του Ανδρέα Βάσιου από τα μέσα του '70. Στο εξώφυλλο ο μεγάλος ΠΑΣ. Οι καθιστοί (από αριστερά): Κοντογιωργάκης, Μοντέζ, ΑΛΒΑΡΕΖ, Παστερνάκης, Λίσα.
Τον θάνατο του Όσκαρ Αλβαρέζ τον ανακοίνωσαν όλα τα sites στην Ελλάδα…
Κάποια (Τα Νέα, Πρώτο Θέμα, LiFO.gr, Sport 24) ανέφεραν το όνομά του όπως το ήξερε ο κόσμος στα seventies, και όπως έμεινε στις συνειδήσεις των φιλάθλων – ως Όσκαρ Αλβαρέζ. Το σωστό δηλαδή. Τα περισσότερα, όμως, το άλλαξαν, τάχα προς το αληθινότερο, θέλοντας να παραστήσουν τους... ξενόγλωσσους κοσμοπολίτες. Σφαλιάρες θέλουνε… Σταχυολογώ… 

«Έφυγε» από τη ζωή ο Όσκαρ Μαρσελίνο Αλβάρες (ethnos.gr) 
«Έσβησε» ο Όσκαρ Αλβάρες! (gazzetta.gr) 
«Έφυγε ο Όσκαρ Άλβαρες» (contra.gr)
«ΘΡΗΝΟΣ! Πέθανε ο Όσκαρ Μαρσελίνιο Αλβάρεζ» (star.gr)
«Εφυγε από τη ζωή ο Οσκαρ Αλβάρεζ – Πρώην άσος τους ΠΑΣ Γιάννινα και του ΠΑΟ» (iefimerida.gr) 
«Ποδόσφαιρο: «Έφυγε» ο μεγάλος Όσκαρ Άλβαρες» (naftemporiki.gr) 
«Συλλυπητήρια ανακοίνωση για τον Αλβαρές» (novasports.gr)

Άκου… Μαρσελίνο Αλβάρες!! Ου να μου χαθείτε... με τις φτωχομπινεδιές σας. Εμένα, ας πούμε, αν μου έλεγε κάποιος πως πέθανε ο... Όσκαρ Μαρσελίνο Αλβάρες το μυαλό μου δεν θα πήγαινε ποτέ στον Όσκαρ Αλβαρέζ. Αλλά αυτά παθαίνουν όσοι αφήνουν… αμούστακους να γράφουν για τέτοια θέματα.

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

ο HERBERT MARCUSE για την «νέα κοινωνία» στην βαυαρική τηλεόραση την 5/1/1971

Ο Ηριδανός ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον περιοδικό, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά επί χούντας από τις φερώνυμες εκδόσεις του Αλέκου Παπακώστα – πρώτο τεύχος, από τον Νοέμβρη-Δεκέμβρη του 1972. Σ’ εκείνο το πρώτο τεύχος υπάρχει και το κείμενο «Χ. Μαρκούζε – Κ. Πόππερ/ Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Διαβάζουμε στον πρόλογο:
«Ο σταθμός τηλεοράσεως της Βαυαρίας παρουσίασε στις 5/1/1971, σε ειδική εκπομπή του, και σ’ ένα ιδιόμορφο διάλογο, δύο από τους πιο συζητημένους διανοητές της εποχής μας: τον Χέρμπερτ Μαρκούζε και τον Καρλ Πόππερ. Συνομιλητής και με τους δύο ήταν ο συντάκτης του σταθμού. Το θέμα όμως ήταν κοινό: Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση; - ποιος είναι ο δρόμος για τη λύση των σημερινών θεμελιακών προβλημάτων της κοινωνίας, αν αναγνωρίζεται πως υπάρχουν τέτοια;
Οι δύο διανοητές ανήκουν στους αντίποδες της σύγχρονης σκέψης. Οι προσεγγίσεις στο πρόβλημα προκαλούν –στο σύνολό τους ή σε καίρια σημεία τους– ισχυρές αντιδράσεις στις συνειδήσεις. Η αναζήτηση όμως της αλήθειας, μόνο μέσα από οξείες συγκρούσεις στο χώρο των ιδεών και από μια προσεκτική επαλήθευση στο πεδίο της πρακτικής, μπορεί να προαχθή. Ο Ηριδανός αφήνει ανοιχτό το θέμα της συζήτησης, για να επανέλθη και με άλλες συμβολές».

Η συζήτηση έχει βεβαίως πολύ ενδιαφέρον, αλλά, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι αδύνατον να την αντιγράψω ολόκληρη. Σε κάποιο σημείο πάντως λέγονται τα εξής (οι εμφάσεις δικές μου):

Δημοσιογράφος
Και ποιο δρόμο βλέπετε εσείς προς την κοινωνία αυτή (σ.σ. τη «νέα κοινωνία»);
Χέρμπερτ Μαρκούζε
Ο δρόμος προς την κοινωνία αυτή είναι φυσικά κάτι που μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί μόνο μέσα στην πάλη για την ίδια αυτή κοινωνία. Κάτι που θα πρέπει να ειπωθεί μιας εξαρχής: ο δρόμος αυτός θα είναι για τις διάφορες χώρες ένας δρόμος πολύ διαφορετικός, ανάλογος με το βαθμό της ανάπτυξης αυτών των χωρών, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, την ανάπτυξη της συνειδητότητας, των πολιτικών παραδόσεων κλπ. Θα επιθυμούσα ωστόσο να περιοριστώ στις κρίσεις μου στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια και γνωρίζω τόσο καλά αυτή τη χώρα, και να τονίσω εντονότατα μιας εξαρχής ότι η κατάσταση λόγου χάρη στη Γαλλία και την Ιταλία είναι μια κατάσταση πολύ διαφορετική. Υπάρχει φυσικά και το ζήτημα της αλλαγής, το ζήτημα του υποκειμένου της αλλαγής, το ζήτημα: ποιος αποτελεί το επαναστατικό υποκείμενο; Το ερώτημα μου φαίνεται ανόητο, αφού το επαναστατικό υποκείμενο μπορεί να αναπτυχθεί μονάχα μέσα στη διαδικασία της ίδιας της αλλαγής. Δεν είναι κάτι που υπάρχει και που θα μπορούσε απλώς να συναντήσει κανένας οπουδήποτε. Το επαναστατικό υποκείμενο γεννιέται μέσα στην πράξη, με την ανάπτυξη της συνειδητότητας, την ανάπτυξη της δράσης.
Δημοσιογράφος
Θα μπορούσε το υποκείμενο να είναι σήμερα η εργατική τάξη;
Χέρμπερτ Μαρκούζε
Με κατηγόρησαν πως έχω δήθεν ισχυρισθεί ότι η εργατική τάξη δεν αποτελεί πια επαναστατικό υποκείμενο. Αυτό είναι φυσικά μια διαστρεύλωση όλων όσων έχω πει. Αυτό που είπα είναι πως η εργατική τάξη στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποτελεί σήμερα υποκείμενο της επανάστασης. Δεν πρόκειται για μια αξιολογική κρίση, αλλά για μιαν αναγνώριση ενός πραγματικού γεγονότος. Και πάλι όμως η κατάσταση είναι διαφορετική στη Γαλλία και την Ιταλία, όπου υπάρχει μια ισχυρή πολιτική παράδοση της εργατικής τάξης, όπου το βιοτικό επίπεδο δεν έχει φτάσει ακόμα στο ύψος των Ηνωμένων Πολιτειών, και όπου για το λόγο αυτό το ριζοσπαστικό δυναμικό της εργατικής τάξης είναι πολύ πιο ισχυρό απ’ ό,τι στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δημοσιογράφος
Έχετε τονίσει με μεγάλη έμφαση το ρόλο των φοιτητών. Ποιος είναι ο ρόλος που παίζουν στην αλλαγή της κοινωνίας;
Χέρμπερτ Μαρκούζε
Ποτέ δεν ισχυρίστηκα ότι το φοιτητικό κίνημα μπορεί σήμερα να αντικαταστήσει το εργατικό κίνημα σαν πιθανό υποκείμενο της επαναστατικής πάλης. Αυτό που είπα είναι πως το φοιτητικό κίνημα λειτουργεί σήμερα σαν καταλύτης, σαν «προπονητής» του επαναστατικού κινήματος και παίζει στη σημερινή πραγματικότητα έναν εξαιρετικά αποφασιστικό ρόλο.(…)  

Αυτά προς γνώσιν…
Αρχικώς το κείμενο το προόριζα για σχόλιο σε προηγούμενη ανάρτηση (http://diskoryxeion.blogspot.gr/2016/04/hippies-1969.html), αλλά επειδή «τράβαγε» είπα να του δώσω άλλη διάσταση…

Τρίτη 26 Απριλίου 2016

το “- Indeed -” του KOSTA A.-MONK

Στον Κωστή Αναγνωστόπουλο ή Kosta A.-Monk είχαμε αναφερθεί τον προηγούμενο Οκτώβριο, όταν γράψαμε για το δισκάκι των Distortion Tamers στις Athens Mood Records/ Anazitisi Records. Βασικός συνθέτης, στιχουργός, κιθαρίστας και τραγουδιστής των Distortion Tamers, ο Αναγνωστόπουλος, με θητεία πριν 20 και βάλε χρόνια στους Eels (έχει περάσει, φυσικά, και από άλλα συγκροτήματα), έχει τώρα ένα προσωπικό CD σε κυκλοφορία που έχει τίτλο “- Indeed -”, και που είναι τυπωμένο από την Anazitisi Mood Records. Το άλμπουμ αυτό είναι ένα από τα ωραιότερα ροκάδικα, φτιαγμένο από Έλληνες, που έχω ακούσει τον τελευταίο καιρό και στη συνέχεια τού κειμένου θα προσπαθήσω να εξηγήσω το γιατί…
Οι επί της ουσίας ροκ αναφορές του Kosta A.-Monk φθάνουν μέχρι τα eighties, μέχρι τα χρόνια του «ροκ της ερήμου», την αναβίωσης του ψυχεδελικού και garage ήχου των sixties, και αυτό είναι ένα μεγάλο ατού για τον ήχο του δίσκου. Ούτε οι αηδίες του grunge, ούτε άλλα ψευτοπανκοειδή ή στονεράδικα συμπράγκαλα… Rock και folk-rock γερό, απλό και κατανοητό, όπως εκείνο που έφτιαξαν οι «πατέρες» του ’60, ο Dylan, οι Byrds, οι Crazy Horse με τον Neil Young (ή και χωρίς αυτόν), ο Johnny Cash και βεβαίως ο Tom Waits, o Warren Zevon, ο Chuck E. Weiss, ακόμη και ο Leonard Cohen, ακόμη και ο Nick Cave (από κάποιο σημείο και μετά). Σ’ αυτό το είδος του rock επενδύει ο Αναγνωστόπουλος, και πάνω σ’ αυτές τις ράγες βαδίζει απαρέγκλιτα, αφού και τα οκτώ κομμάτια του “- Indeed -” αποτίνουν φόρο τιμής σε όλους αυτούς τους ήρωες – στις «σκοτεινές» ή λιγότερο «σκοτεινές» ιστορίες τους.
Το άλμπουμ ανοίγει με το “Sorrow tango”, ένα κάπως διφορούμενο στιχουργικώς τραγούδι, που είναι αυτό που περιγράφει ο τίτλος του. Εύκολο στο στόμα, και γι’ αυτό ωραίο (είναι η μελωδία δηλαδή, που το κάνει ωραίο), το “Sorrow tango” μοιάζει ιδανικό για εισαγωγή (και είναι). Το “Pine trees and the sea” είναι blues, με τον τρόπο ενός Tom Waits ας πούμε, περιγράφοντας με λέξεις αδρές (και) τη σημασία τής μουσικής στην προσωπική ζωή. Στο “Memories” ο Kosta A.-Monk γίνεται ακόμη πιο προσωπικός και πειστικός, γυρνώντας πίσω στο χρόνο, έχοντας πάντα όμως «για μπροστά» μια θανατηφόρα ροκιά (ο ίδιος παίζει το ωραίο σόλο της κιθάρας στο κλείσιμο). Το “Away for so long” είναι ένα ακόμη blues, με το “Argentina” να κινείται στο χώρο της ροκ μπαλάντας, «ντυλανικής» ή άλλης. Το ίδιο, δε, θα έλεγα και για το “On my way home”, που βγάζει ατόφια americana, κι ας εξελίσσεται, ως περιπέτεια, στην Ευρώπη. Το προτελευταίο κομμάτι του “- Indeed -” είναι το “Crossroad”. Κι αυτό πολύ προσωπικό τραγούδι, που λέει κάποια πράγματα για τη φιλία, υπονοώντας ακόμη περισσότερα για άλλα θέματα (υπαρξιακά, να τα πούμε έτσι). Το κλείσιμο με το «21ο πάτωμα» είναι μια moody ροκιά αυτογνωσίας, που διαβάζεται (οι στίχοι της) στα κουπλέ και τραγουδιέται στο ρεφρέν, με την τρομπέτα να δίνει στο κομμάτι ένα ξεχωριστό ηχόχρωμα.
Γενικώς το “- Indeed -” είναι πολύ προσεγμένο και όσον αφορά στην ενοργάνωσή του, αφού πέραν μιας βασικής τετράδας (Kosta A.-Monk κιθάρες, φωνή, Άση Κονδυλίδου πιάνο, πλήκτρα, Σταμάτης Χουλιάρας ή Χουλιαράς μπάσο, Πλάτων Μουσαίος ντραμς) βολτάρουν ακόμη, σε διάφορα tracks, οι Manuel De Villiers, Αλέξης Καλοφωλιάς, Χρήστος Μιχαλάτος, Χριστόφορος Τριανταφυλλόπουλος, Παναγιώτης Νταβέλος, Στάθης Καλυβιώτης και Γιώργος Παυλής – με τους περισσότερους, αν όχι όλους, με παρουσίες σε πολλά και διαφορετικά συγκροτήματα (The Last Drive, Thee Holy Strangers, No Mans Land, Purple Overdose, Πυξ-Λαξ, Tsopana Rave, Ανυπόφοροι, Greekadelia…).

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

ο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΑΡΑΚΟΣ είχε πει κάτι για τους hippies το 1969

Γνωστή, αν και κάπως ξεχασμένη, σήμερα, μορφή της Αριστεράς στην Ελλάδα, ο Γρηγόρης Φαράκος (1923-2007) δεν διετέλεσε απλώς ΓΓ του ΚΚΕ την κρίσιμη περίοδο 1989-1991, αλλά είχε, για πολλά χρόνια, και τη φήμη του «σκληρού σταλινικού». Στέλεχος του κόμματος για περισσότερο από μισόν αιώνα, ο Φαράκος, που ήταν από τους πρωτεργάτες του εγχειρήματος του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου το 1989, άφησε τους πάντες σύξυλους λίγο καιρό αργότερα, όταν μετά το ’91 παρέμεινε στον Συνασπισμό, μη ακολουθώντας το ΚΚΕ στην αποχώρησή του από το ενωτικό σχήμα. Οι άνθρωποι αλλάζουν απόψεις μέσα στα χρόνια… δεν είναι ούτε πρωτοφανές, ούτε παράξενο. Και καλώς πράττουν δηλαδή.
Αυτό το λέω και για έναν ακόμη λόγο. Για να εξάρω τη σημασία που έχουν, κάθε φορά, σ’ έναν συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο, κάποιες δηλώσεις. Παίζει ρόλο, εννοώ, τι μπορεί να λέει κάποιος για τους hippies το 1969 – και τούτο οφείλουμε να το διακρίνουμε από το τι μπορεί να έλεγε δέκα χρόνια αργότερα φερ’ ειπείν (και δεν αναφέρομαι στον Φαράκο αναγκαστικώς), όταν οι πρώην hippies (πολλοί απ’ αυτούς τέλος πάντων), στρίβοντας 180 μοίρες, συνέπρατταν με τα μπούνια στη συντηρητική αναδίπλωση των eighties στην Αμερική.

κόκκινο γαρούφαλο σε… τζιν μπουφάν...
Περαιτέρω, ο Φαράκος ήταν –και αυτό είναι γνωστό– από τα στελέχη του κόμματος, που είχαν ασχοληθεί από νωρίς με τα ζητήματα της νεολαίας. Και όταν λέω «από νωρίς» δεν εννοώ από το 1977 και τις… κανονιστικές διατάξεις της συμπεριφοράς των στελεχών της ΚΝΕ («Για την αγωνιστική ταξική πατριωτική διαπαιδαγώγηση της νεολαίας» κ.λπ.), αλλά από πιο παλιά, όταν ήταν κρατούμενος επί χούντας στις Φυλακές Αβέρωφ, το 1969, γράφοντας τις «σημειώσεις της φυλακής».
Αυτές οι σημειώσεις, που επείχαν ρόλο διαλέξεων στο κάτεργο, κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά σε βιβλίο το 1977, υπό τον τίτλο Η Νεολαία και το Εργατικό Κίνημα, από τις κομματικές εκδόσεις Οδηγητής. Το καλόν είναι πως το κείμενο του βιβλίου είναι το original του ’69 και όχι ένα οποιοδήποτε… ξανακοιταγμένο. Μπορεί να υπάρχουν βεβαίως διάφοροι αχρείαστοι «αστερίσκοι», που επικαιροποιούν εκείνα που γράφονταν τότε, όμως αυτό δεν μπορεί σώνει και καλά να μας ενοχλεί από τη στιγμή κατά την οποίαν δεν αλλοιώνονται οι πρωτότυπες σημειώσεις. Λέει λοιπόν κάπου στην αρχή του βιβλίου ο Γρηγόρης Φαράκος:
«(…) Η ελληνική νεολαία, τον καιρό της Εθνικής Αντίστασης, εντάχτηκε μαχητικά, κατά τον πιο μαζικό στην ιστορία της τρόπο, στον αγώνα για ένα καλύτερο μέλλον. Στις εκατοντάδες χιλιάδες μέλη της ΕΠΟΝ, στις πόλεις και τα χωριά της πατρίδας μας, στις δεκάδες χιλιάδες ανταρτοεπονίτες του ΕΛΑΣ, η νεολαία εκείνης της γενιάς έδειξε τον καλύτερο εαυτό της. Και οι παραδόσεις αυτές δεν έσβησαν ούτε στην κατοπινή 25ετία. Η συμμετοχή της νεολαίας στους κατοπινούς λαϊκούς αγώνες και, τελευταία, στη δημοκρατική αντίσταση ήταν μεγαλειώδης, προξενώντας τον τρόμο της αντίδρασης και των υπηρεσιών της ασφάλειας (προσπάθειες για τη διάλυση της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, εκθέσεις της ασφάλειας για τους Λαμπράκηδες). 
Αυτή η δυνατότητα για την αποφασιστική προσέλκυση της νεολαίας με το μέρος της προόδου έχει σήμερα διευρυνθεί. Στην ουσία, και οι κάθε λογής αναρχικές ή έξαλλες κινήσεις (δεν εξαιρώ ακόμη και τη μορφή «Χίππυ» κλπ.), είτε οι μαζικής μορφής εκδηλώσεις άγχους και απογοήτευσης, αποτελούν μορφή αηδίας και διαμαρτυρίας της νεολαίας προς τη συντήρηση και την καθυστέρηση.(…)».
Βεβαίως, παρακάτω, ο Φαράκος τονίζει πως πολλές απ’ αυτές τις «κινήσεις» δεν οδηγούν στα ποθητά αποτελέσματα, επειδή οι «αντιδραστικές δυνάμεις» γνωρίζουν τον τρόπο να τις ενσωματώνουν (σ.σ. στην ουσία είναι το ίδιο μ’ εκείνο που έλεγε ο φουκαράς James Simon Kunen στο βιβλίο του Φράουλες και Αίμα, ότι… «μόλις βρης ένα τρόπο ζωής, μόλις βρης κάτι που να σ’ αρέσει, στο παίρνουνε και το πουλάνε και το αγοράζουν, και ούτε που ξέρουν την αξία του, και το κάνουν στο τέλος να μην έχη αξία»), για να καταλήξει (ο Φαράκος) πως… «αυτή η καθολίκευση της αγανάκτησης και της διαμαρτυρίας (σ.σ. μην ξεχνάτε πως όλα αυτά λέγονται το 1969) αποτελεί οπωσδήποτε διεύρυνση της αντικειμενικής βάσης για το κέρδισμα της νεολαίας με το μέρος της πραγματικής προόδου».
Θέλω να πω, παραθέτοντας αυτό το απόσπασμα, πως σε πρώτο χρόνο (γιατί αυτό έχει σημασία), ακόμη και οι πιο ταγμένοι κομματικοί, οι «σταλινικοί» της ορθόδοξης κομμουνιστικής αριστεράς, προσπαθούσαν να κατανοήσουν τι σήμαινε η «εξέγερση» της νεολαίας στο δεύτερο μισό του ’60, δίχως να απορρίπτουν συλλήβδην τις απανταχού νεανικές δράσεις ή αντιδράσεις (hippies κ.λπ.), μιλώντας για «μορφές αηδίας και διαμαρτυρίας» και για «διεύρυνση της αντικειμενικής βάσης».
Αυτά ας τα έχουν κατά νου κάτι αναρχοσαπίλες και κάτι νεοφιλελέδικα μαζώματα.

GARRISON FEWELL _ GIANNI MIMMO

Ο Garrison Fewell, σημαντικός αμερικανός τζαζ κιθαρίστας και αυτοσχεδιαστής, πέθανε πέρυσι το καλοκαίρι στα 62 χρόνια του. Γιατί σημαντικός; Γιατί έχει ηχογραφήσει εξαιρετικές δουλειές, συχνά δίπλα σε άλλα μεγάλα ονόματα (Laszlo Gardony, John Tchicai, Cecil McBee, Billy Hart, Steve Swell κ.ά.). Μπορεί να μην είχαμε έως τώρα την ευκαιρία να αναφερθούμε σε προηγούμενα άλμπουμ του στο δισκορυχείον, όμως η παρουσία του (δισκογραφική και όχι μόνο) ήταν τόση και τέτοια στην πατρίδα του, όπως και στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα κάθε καινούρια πρότασή του να αποτελεί «γεγονός» για το χώρο της improv-jazz. Το τελευταίο session τού Fewell δεν υπολείπεται σε νόημα και αξία. Αποκαλείται Flawless Dust, είναι ηχογραφημένο στη Novara της Ιταλίας την 31/10/2014, κυκλοφορεί από την μιλανέζικη Long Song και υπογράφεται από κοινού με τον Gianni Mimmo στο σοπράνο σαξόφωνο.
Και τα εννέα tracks που καταγράφονται εδώ είναι αυτοσχεδιαστικά. Οι δύο μουσικοί γνωρίζονται καλά, έχουν συζητήσει διεξοδικώς πριν από την συνάντησή τους (τούτο πληροφορούμαστε από τις σημειώσεις τού εξωφύλλου) και αυτές οι συζητήσεις τούς οδηγούν στην εκτός ορίων συνομιλία τού “Flawless Dust”… που τα έχει όλα. Εννοώ πως εδώ ακούγονται tracks με τα δύο βασικά όργανα (κιθάρα, σοπράνο) να συνυπάρχουν... απ’ όλες τις διαφορετικές θέσεις. Υπάρχουν tracks στα οποία πρωταγωνιστεί ο Mimmo, με τις κιθάρες τού Fewell να δημιουργούν ένα παράξενο background (που άλλοτε ακούγεται σαν ηλεκτρονικό και άλλοτε σαν ηλεκτροστατικό), άλλα στα οποία η κιθάρα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, παράγοντας ποικίλα ηχοχρώματα, με τη χρήση ήπιων τεχνικών (χωρίς πετάλια εννοώ ή άλλες παρεμβάσεις) και άλλα στα οποία τα δύο όργανα συνυπάρχουν αποδομώντας κυρίαρχες αφηγηματικές αντιλήψεις.
Σε γενικές γραμμές το “Flawless Dust” είναι ένα περιπετειώδες improv CD, μάλλον ήπιων αν και υποβολιμαίων τόνων, που έχει τον τρόπο να σε «κρατάει».

Κυριακή 24 Απριλίου 2016

η MARTHA και η TENA ELEFTERIADU (με τους Vulkán) στην Československá Socialistická Republika το 1969

Για τις Martha & Tena Elefteriadu έγραψα για πρώτη φορά στο Jazz & Τζαζ πριν από αρκετά χρόνια – ήταν στο τεύχος 125/126, που είχε κυκλοφορήσει τον Αύγουστο του 2003. Λίγο αργότερα, στο τεύχος 139 (Οκτώβριος 2004), επανήλθα λέγοντας λίγα λόγια για ένα από τα καλύτερα προσωπικά άλμπουμ τής Martha Elefteriadu το “Kresby Tuší” [Panton, 1980], ενώ ακόμη περισσότερα έγραψα στο δισκορυχείον την 23/5/2010 σε μιαν ανάρτηση απ’ αυτές που θα τις χαρακτήριζα πλέον «ξεχασμένες». Είναι αυτή εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2010/05/martha-tena-elefteriadu.html.
Η Martha με την Tena Elefteriadu (Ελληνίδες βεβαίως, που μεγάλωσαν στην πρώην Τσεχοσλοβακία) είχαν φτιάξει ένα ντουέτο μετά τα μέσα των sixties αποδίδοντας ωραία soul music. Τις συνόδευαν και συγκροτήματα βεβαίως, όπως οι Vulkán και οι περίφημοι Olympic στην πορεία, αλλά εκείνο που μετρούσε περισσότερο ήταν οι δικές τους φωνές και παρουσίες. Με φοβερό drive, με στίχους πότε στην αγγλική και πότε στην τσεχική γλώσσα, και με την απαράμιλλη σιγουριά πως θα μπορούσε να ερμηνεύσουν το ρεπερτόριο της Aretha Franklin, της Fontella Bass και των Ike & Tina Turner δίχως κανένα απολύτως πρόβλημα, οι Martha & Tena άφησαν μερικά πολύ δυνατά τραγούδια στα late sixties-early seventies, που ακόμη και σήμερα συναρπάζουν. Ταρακουνούν θέλω να πω…
Οι αδελφές Ελευθεριάδου συνέχισαν βεβαίως την καριέρα τους και μετά την... παγκόσμια πτώση του rock προσανατολιζόμενες σε πιο popular κατευθύνσεις, βάζοντας όλο και περισσότερη Ελλάδα στο ρεπερτόριό τους, απλώνοντας μια καριέρα που φθάνει μέχρι και σήμερα.
Παρότι η Μάρθα με την Τένα (ή Τίνα) έχουν επισκεφθεί την Ελλάδα ήδη από τα seventies (μαρτυρά γι’ αυτό το LP τους «Διακοπές στην Ελλάδα» από το 1977, όταν φωτογραφήθηκαν στην Ακρόπολη) εντούτοις έχω την εντύπωση πως στη χώρα μας παρέμειναν εντελώς άγνωστες. Το μόνο που δεν ξέρω είναι αν γράφηκε ποτέ κάτι στο διμηνιαίο περιοδικό (δελτίο) του Ελληνοτσεχοσλοβακικού Συνδέσμου, που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα στα eighties. Το λέω, επειδή έχω μερικά τεύχη (από τα 30 και πλέον που τυπώθηκαν), στα οποία διαβάζεις και μουσικά θέματα. Αν δεν γράφτηκε κι εκεί κάτι, τότε δεν γράφτηκε πουθενά – τουλάχιστον έως τον Αύγουστο του 2003, όταν έκανα την πρώτη αναφορά στο Jazz & Τζαζ.
Πριν μερικούς μήνες ανέβηκε στο YouTube ένα τραγούδι των Martha/Tena με τους Vulkán από το 1969 που ήθελα να υπάρχει στο δίκτυο… και εξαιτίας αυτού του γεγονότος κάνω τώρα τη συγκεκριμένη ανάρτηση. Το τραγούδι, που είναι… σοουλιά γραμμένη από τους Aleš Sigmund και Ian Lowes, προέρχεται από ένα 7ιντσο EP [Panton 03 0216], στο οποίο ακούγονται ακόμη τα κλασικά “Rescue me” και “Soul of the man” (από το ρεπερτόριο της Fontella Bass), καθώς και το πρωτότυπο “Saturday nights” (σύνθεση του Sigmund).
Σπουδαία soul από την παλαιά Τσεχοσλοβακία από δύο ελληνίδες τραγουδίστριες με ιστορία…

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

το “One” των CIRKUS είναι ένα από τα ωραιότερα mellow prog άλμπουμ όλων των εποχών

Να κι ένα από τα πιο δυνατά ύστερα british progressive άλμπουμ, το “One” των Cirkus από το 1974, να επανεκδίδεται με όλα τα κομφόρ του στην Ελλάδα (και για όπου αλλού) από την πάντα σε εγρήγορση Anazitisi Records. Έκπληξη; Για μένα, ναι. Και κυρίως ευπρόσδεκτη έκπληξη, επειδή το LP αυτό είχε πολλά χρόνια ν’ ακουστεί βινυλιακώς όπως πρέπει – από εκείνη την παλαιά επανέκδοση της 5 Hours Back του 1986. Τριάντα χρόνια μετά –ξεχνώ το ιταλικό της Black Widow– το βινύλιο των Cirkus πετάει και πάλι σπίθες στο πλατώ, σε μια φοβερή 180άρα reissue «κομμένο» σε 300 αντίτυπα, συν το bonus 45άρι με τα δύο previously unreleased (σε βινύλιο) demo tracks.
Οι Cirkus σχηματίστηκαν προς τα τέλη του 1973 από τις στάχτες δύο άλλων γκρουπ, των Moonhead και των Lucas Tyson. Οι δεύτεροι, που έγιναν πιο γνωστοί αφού κατόρθωσαν να τυπώσουν ένα τραγούδι τους στο 7ιντσο EP Hart Rock ’71” [Abreaction], είχαν για μέλη τους τον ντράμερ Stu McDade, τον μπασίστα John Taylor και τον τραγουδιστή Paul Robson. Αυτοί οι τρεις, καθώς και ο οργανίστας Derek G. Miller (από τους Moonhead), συνάντησαν κάποια στιγμή τον κιθαρίστα Dog (Gordon Dodds) και κάπως έτσι παίρνουν μπροστά οι Cirkus, κάνοντας τις πρώτες εμφανίσεις τους σε αίθουσες πανεπιστημίων και σε κλαμπ. Το άλμπουμ δεν θ αργήσει να έλθει. Μέσα στο ’74 οι Cirkus θα μπουν στο στούντιο, θα γράψουν το “One” με παραγωγό τον Ron Richards (δεν ήταν τυχαίος, αφού είχε δουλέψει με τους Beatles, ενώ είχε ανακαλύψει και τους Hollies – αυτά τα ολίγα!) και με μηχανικό ήχου τον John Etchells (αργότερα θα δούλευε για μέλη των Pink Floyd, τους Queen κ.ά.), κάνοντας μια κοπή χιλίων αντιτύπων. Χίλια αντίτυπα, όμως, για τη Βρετανία είναι ένα ελάχιστο νούμερο (είναι σαν να λέμε 150 αντίτυπα για την Ελλάδα) και αν αναλογιστεί κανείς πως το 1974 δεν ήταν και η καλύτερη εποχή του βρετανικού prog-rock τότε γίνεται εύκολα αντιληπτό γιατί το συγκρότημα δεν «περπάτησε» όπως θα έπρεπε. Παρά ταύτα οι Cirkus δεν διαλύθηκαν αμέσως. Κάτω από το όνομα Future Shock θα κάνουν ένα δεύτερο LP το 1977 (αν και οι συνθέσεις τού πολύ σπάνιου αυτού δίσκου δεν ήταν δικές τους), ενώ μερικά ακόμη tracks θα τυπωθούν στις 45 στροφές ή θα μπουν σε συλλογές. Το 1994 θα κυκλοφορήσει από την Audio Archives το πραγματικό δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος (από την παλαιά σύνθεση είχε μείνει μόνον ο οργανίστας Miller), ενώ το 1998 ένα τρίτο άλμπουμ, το “Cirkus III – Pantomyme”, θα φέρει κοντά περισσότερα παλιά μέλη (Stu McDade, Derek G. Miller…). Σε κάθε περίπτωση οι Cirkus δεν έχουν εγκαταλείψει τη μουσική και δεν αποκλείεται στο μέλλον κάτι να ξανακάνουν… Πάμε όμως ν’ ακούσουμε και να ξανακούσουμε το “One”…
Το άλμπουμ ανοίγει με το “You Are” (McDade), που είναι ό,τι πρέπει για εισαγωγή. Πολύ ωραίο τραγούδι, που «πετάει» προς κάθε κατεύθυνση. Φωνητικά στιβαρά, οργανικά μέρη με το μέλοτρον να γράφει στο background, ωραίες κιθάρες, ένα drive γενικότερο τέλος πάντων και βεβαίως ικανό στο να κάνει το κομμάτι αξέχαστο. Και το κάνει. (Εγώ τουλάχιστον είχα να το ακούσω πάνω από 25 χρόνια και το θυμήθηκα αμέσως). Το “Seasons” ανακαλεί στη μνήμη μου κάτι από το “Waiters on the Dance” του Julian Jay Savarin. Μελωδικό prog, εξαιρετικά παιξίματα και σωστά τοποθετημένες οι extra ενορχηστρώσεις. Το “April ’73” έχει κάτι από Yes, ακόμη και στη διαχείριση των φωνητικών και γενικότερα ένα πιο… overground ηχόχρωμα, με το ωραίο σόλο στην κιθάρα από τον Dog να καλύπτεται από τα strings. Με την ακουστική κιθαριστική εισαγωγή και την παράλληλη ηλεκτρική πενιά, το “Song for Tavish” τείνει προς το folk-rock, αν κι εδώ τα φωνητικά έχουν κάτι από το… ’74, με τις ενορχηστρώσεις να προσθέτουν και πάλι σε όγκο (αχρείαστον ορισμένες φορές). Το κλείσιμο του τραγουδιού, μετά το τρίτο λεπτό, είναι πολύ καλό και αν κάποιος δεν γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα είναι πιθανό να… μπερδέψει τους Cirkus με Ιταλούς, παρά να τους λογαριάσει για Εγγλέζους. Τελευταίο track της πρώτης πλευράς είναι το “A prayer”. Κι εδώ το folk-rock/soft-rock κυριαρχεί στην αρχή, με τα lead φωνητικά του Paul Robson και τα δεύτερα του Stu McDade να προβάλλονται δεόντως, αν και μετά τη μέση το κομμάτι βαραίνει με ωραίους συνδυασμούς κιθάρας και πλήκτρων (δυνατό τραγούδι με γενικότερα xian στοιχεία).
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με το “Brotherly love”. Εδώ, όπως και στην πρώτη πλευρά, έχουμε ένα εντυπωσιακό opening track (σύνθεση του McDade κι αυτό, όπως τα περισσότερα του δίσκου), που… γ… και δέρνει. Φωνές, πλήκτρα, τα σχήματα στις κιθάρες, η μελωδία, όλα λειτουργούν στην εντέλεια, παρόλο το κατά τόπους «φούσκωμα» από τα strings. Στο “Those were the days” (καμμία σχέση με το γνωστό άσμα) υπάρχει κάτι στα φωνητικά (στο ρεφρέν) από… David Bowie. Δεν είναι ν’ απορείς. Οι Cirkus δίνουν ένα άλμπουμ τους καιρού τους (του 1974) και όχι του 1970. Κι εδώ τα πλήκτρα είναι τύπου… Julian Jay Savarin, όπως και η γενικότερη διαμόρφωση του κομματιού (πολύ καλό κι αυτό… από τα καλύτερα του δίσκου και χωρίς arrangements). Το “Jenny” ανοίγει με out φωνές, ακουστική κιθάρα και βασική φωνή. Ηπίων τόνων τραγούδι, αβίαστο μελωδικώς, που κυλάει με άνεση. Το “One” θα κλείσει με το επικό “Title track”, που είναι το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι του LP (κοντά στα οκτώ λεπτά) και το οποίο αποτελείται από δύο μέρη, το “Breach” και το “Ad infinitum”. Κλασικό progressive rock, με πάντα μελιστάλαχτη διαχείριση (είπαμε, για ένα… ιταλικό αγγλικό LP πρόκειται), ωραίες αλλαγές, ηλεκτρικά και ορχηστρικά μέρη και ουρανόμηκες κλείσιμο…
Τα δύο bonus tracks, που συνοδεύουν την έκδοση σε ξεχωριστό 45άρι, το “Castles” και το “The heaviest stone”, δείχνουν κάτι. Δείχνουν το πώς ακριβώς ή περίπου θα ηχούσε το “One”, χωρίς τα πολλά-πολλά τού στούντιο και τα strings του Tony Hymas (αργότερα στην Jack Bruce Band, δίπλα στον Jeff Beck και βασικός στους Ph.D.).