Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

διανομές της FULLY ALTERED media

Η FULLY ALTERED media είναι μια εταιρεία διανομής από τη Νέα Υόρκη. Για τρία CD, που πέρασαν εσχάτως απ’ τα «χέρια» της (και απ’ τα δικά μου) κάνουμε τώρα λόγο…
PAINTING: Gravity [Rufftone, 2015]
Έξι κομμάτια μικρής και μέσης διάρκειας περιλαμβάνει το mini-CD των Painting, τους οποίους αποτελούν οι Emanuel Ruffler πιάνο και Kassa Overall ντραμς. Δύο όργανα λοιπόν, που συνεργάζονται πάνω σ’ ένα πλαίσιο αυτοσχεδιαστικό οπωσδήποτε, από το οποίον όμως δεν απολείπει η αφήγηση και η μελωδικότητα. Οι μουσικοί εξάλλου που απαρτίζουν τους Painting δεν είναι χθεσινοί. Ο Ruffler είναι Γερμανός, είναι βραβευμένος στον Thelonious Monk Composers Competition, έχει γράψει τραγούδια για την Meshell Ndegeocello, έχει συνεργαστεί με τον γάλλο σχεδιαστή Emanuel Ungaro… Το ίδιο και ο (έγχρωμος) Overall, που διδάχτηκε ντραμς από τους Elvin Jones, Billy Higgins και Tootie Heath, για να βρεθεί κάποια στιγμή δίπλα στην Geri Allen και τον Vijay Iyer.
Τα έξι κομμάτια που ακούγονται στο “Gravity” έχουν τίτλους προγραμματικούς και μοιάζει να μεταφέρουν κάποιαν ιστορία. Βοηθούν τα όργανα βεβαίως, δηλαδή οι οργανοπαίκτες, που έχουν το ταλέντο να μεταγγίζουν ζωτικά στοιχεία από το πιάνο προς τα ντραμς και αντιστρόφως. Εννοώ πως... εκεί που αντιλαμβάνεσαι το πιάνο να μελωδεί, σ’ ένα επόμενο track το ακούς κάπως σαν κρουστό (με τις νότες να «στάζουν»), ενώ τα ντραμς, εκεί που αποτελούν το «τυπικό» να το πούμε ρυθμικό όργανο, ξαφνικά μετατρέπονται σ’ ένα σύστημα… απαλών θορύβων, με τα πιατίνια να χαράζουν γραμμή. Η μικρή διάρκεια του CD (δεν υπερβαίνει τα 20 λεπτά) βοηθά στην ολοκλήρωση μιας ιδέας, χωρίς πλατειασμούς και χάσματα.
ERIK FRIEDLANDER: Oscalypso/ Tribute to Oscar Pettiford [skipstone, 2015]
Ο τσελίστας Erik Friedlander γεννήθηκε… λίγο πριν πεθάνει ο θρύλος κοντραμπασίστας, τσελίστας και συνθέτης της jazz Oscar Pettiford. Ήταν 1960. Πενήντα πέντε χρόνια μετά ο Friedlander θ’ αφιερώσει ένα άλμπουμ στον Pettiford, δημιουργώντας ένα tribute με αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό κύρος. Δεν γνωρίζω αν κατ’ αυτόν τον τρόπο κλείνει ένας κύκλος ή ανοίγει ένας επόμενος (για τον Friedlander), αν και, σε κάθε περίπτωση, η μουσική του “Oscalypso” έχει τη δική της αξία και αυτονομία.
Γνωστός, ίσως, από τις συνεργασίες του με τον John Zorn (Masada κ.λπ.), ο Friedlander είναι ένας μουσικός που «την ψάχνει» όπως λέμε, αφού πέραν της μεγάλης προσωπικής δισκογραφίας του τον βρίσκουμε και πίσω από εγγραφές άλλων ονομάτων (Wadada Leo Smith, Cyro Baptista, Sylvie Courvoisier…) «χρωματίζοντας» με το τσέλο του όψεις της σύγχρονης jazz-avant. Εδώ, έχοντας δίπλα του μια σεμνή μπάντα συνοδείας (Michael Blake σαξόφωνα, Trevor Dunn μπάσο, Michael Sarin ντραμς) ο Friedlander βρίσκει τον τρόπο να φανερώσει την αγάπη του προς την κλασική αφήγηση, τιμώντας τόσο τον Pettiford ως συνθέτη, αλλά και το κοινό τους όργανο, το τσέλο. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά εννέα συνθέσεων τού πρόωρα χαμένου κοντραμπασίστα (και τσελίστα), οι οποίες διασκευάζονται με μέτρο και με σύνεση, και κυρίως με όλον εκείνο τον συναισθηματικό οπλισμό που απαιτεί η περίσταση. Μόνο και μόνο για το εκπληκτικό “Tamalpais love song” (από το early 50s ρεπερτόριο του New Oscar Pettiford Sextet, με τον Charles Mingus στο κοντραμπάσο) το “Oscalypso” γράφει (τη δική του) ιστορία.
JACOB GARCHIK/ YE OLDE: S/T [Private Pressing, 2015]
Σπανίως μου δίνεται η ευκαιρία ν’ ακούσω σύγχρονα progressive άλμπουμ, που να μην αναπαράγουν (έστω και... επιτυχώς) τις συνταγές του παρελθόντος. Και το υποστηρίζω τούτο έχοντας ρίξει στο player το έσχατο CD του τρομπονίστα και κορνίστα Jacob Garchik και της μπάντας του Ye Olde. Ποιοι αποτελούν… και κυρίως τι όργανα παίζουν τα μέλη των Ye Olde; Δώστε προσοχή… Brandon Seabrook κιθάρες, Mary Halvorson κιθάρες, Jonathan Goldberger κιθάρες, βαρύτονη κιθάρα (αντί για μπάσο προφανώς) και Vinnie Sperrazza ντραμς. Δεν ξέρω αν σας λένε τίποτα όλα αυτά τα ονόματα, όμως τυχαία δεν είναι. Απεναντίας… Κατ’ αρχάς ο Garchik έχει συνεργαστεί με τους Henry Threadgill, Laurie Anderson, Natalie Merchant, Lee Konitz, Kronos Quartet κ.ά., ενώ και όλοι οι υπόλοιποι έχουν βρεθεί δίπλα στους Anthony Braxton, Marc Ribot, Gerlad Cleaver κ.λπ.. Υπάρχει δηλαδή μιαν αβαντγκαρντίστικη νεοϋορκέζικη εμπειρία, που φαίνεται σε κάθε δευτερόλεπτο της εγγραφής, σε κάθε μουσικό μέτρο. Παρά ταύτα, κι εδώ είναι το ωραίο, οι συνθέσεις του Garchik δεν αναπαράγουν, σίγουρα, ούτε τις ανάλογες απόπειρες του John Zorn, ούτε του Marc Ribot… Δεν ξέρω ποιες μπορεί να είναι οι ακριβείς αναφορές των Ye Olde (προφανώς οι «θρύλοι» με τους οποίους έχουν βρεθεί στα στούντιο και τα πάλκα, εκτός των όσων άλλων), όμως εκείνο που ακούω σε τούτο το φερώνυμο CD τους ξεπερνά και το προφανές και το αναμενόμενο.
Το progressive των Ye Olde συνίσταται σε μιαν all around ματιά του παρελθόντος ξεκινώντας από τους King Crimson ας πούμε, που αποτελούν μέγιστη αμερικανική επιρροή (οι Ευρωπαίοι τους γουστάρουν λιγότερο – εγώ έτσι θα πω…), για να ανακατευτεί στη διαδρομή με την αρχαϊκή americana ενός John Fahey και να συμπληρωθεί με classic και folk μελωδίες, που είναι ικανές, έτσι όπως… μινιμαλίζονται, να σε στείλουν. Υπάρχει δηλαδή η μονοτονία και η επαναληπτικότητα (ίσως, εδώ, οι Material να είναι μια προσιτή αναφορά), αλλά υπάρχουν και τα… φανταστικά πνευστά τού Garchik, που παραπέμπουν στις έξαλλες prog διαστρωματώσεις των seventies, καθώς το γενικότερο «τζαζροκικό» περιβάλλον αποτίνει φόρους τιμής στους πατέρες του είδους.
Κομμάτι, για παράδειγμα, όπως το υπ’ αριθμόν 10 “Post-modern revival” το θεωρώ «εικόνισμα» του σύγχρονου progressive, εκείνου του κομματιού του τουλάχιστον που κοιτάει περισσότερο μπροστά, παρά πίσω…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου