Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

GAIL HOLST – ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

Την αυστραλή συγγραφέα, μουσικό, μουσικολόγο και πανεπιστημιακό Gail Holst οι πιο πολλοί θα την γνωρίζουν, υποθέτω, από το Δρόμος για το Ρεμπέτικο, που κυκλοφόρησε το 1977 από τις εκδόσεις τής Denise Harvey – ένα επιτυχημένο βιβλίο που έχει κάνει τουλάχιστον έξι ανατυπώσεις μέχρι σήμερα. Η Holst, που είχε έλθει κατά πρώτον στην Ελλάδα ως τουρίστρια το 1965, δεν ενθουσιάστηκε μόνον από το ρεμπέτικο (όπως θα φαινόταν στη διαδρομή), αλλά και γενικότερα από την ελληνική λαϊκή κουλτούρα και ακόμη από την μουσική του Μίκη Θεοδωράκη. Μελέτησε το προδικτατορικό έργο τού έλληνα συνθέτη, έσκυψε πάνω στα τραγούδια του την εποχή τού εκτοπισμού, της φυλάκισης και της εξορίας του κατά την διάρκεια της επταετίας, ενώ ασχολήθηκε και με το φαινόμενο πλέον «Θεοδωράκης» στην εποχή της Μεταπολίτευσης, τοποθετώντας πάντα την «θεοδωρακική» δημιουργία μέσα στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο τής εκάστοτε εποχής.
Η Holst γνώρισε από κοντά τον Θεοδωράκη σε μια περιοδεία τού τελευταίου στην Αυστραλία το 1972, ενώ μπήκε και στην ορχήστρα του, ως μουσικός, τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, άρα ήταν λογικό μέσα από αυτήν την ενασχόληση (που εμπεριείχε και προσωπικά στοιχεία) να προκύψει κάποια στιγμή μια μελέτη. Και όντως. Το βιβλίο προέκυψε… και αναφέρομαι στο Theodorakis/ Myth & Politics in Modern Greek Music [Hakkert, Amsterdam 1980], το οποίο μεταφράστηκε την ίδιαν εποχή (1980) και στη γλώσσα μας από τον Σταμάτη Κραουνάκη και την Λίζυ Τσιριμώκου για να κυκλοφορήσει ως Μίκης Θεοδωράκης/ μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική από τις εκδόσεις Ανδρομέδα.
Τώρα, το εν λόγω βιβλίο ξανατυπώνεται από τις εκδόσεις Μετρονόμος του Θανάση Συλιβού και μάλιστα μεταφραστικώς βελτιωμένο, με καινούριο πρόλογο του συνθέτη, συν ένα ακόμη κεφάλαιο που δεν υπήρχε στην πρώτη έκδοση, το «Αρχαίες και σύγχρονες ελληνικές τραγωδίες στις όπερες του Μίκη Θεοδωράκη» σε μετάφραση Ειρήνης Α. Βρης. Χρειαζόταν η δεύτερη αυτή έκδοση; Οπωσδήποτε, καθότι πρόκειται για ένα αγνοημένο ακόμη και στην εποχή του, όπως και χαμένο από χρόνια, βιβλίο, το οποίο ξεχωρίζει από το σύνολο των σχετικών αναφορών επειδή συνδυάζει την επιστημονική-μουσικολογική ανάλυση με την κοινωνικοπολιτική παρατήρηση και την ιστορική τεκμηρίωση, εστιάζοντας στο έργο, τον βίο και την προσωπικότητα του Θεοδωράκη από τα παιδικά χρόνια του έως και τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Αν και το Μίκης Θεοδωράκης/ μύθος και πολιτική στη σύγχρονη ελληνική μουσική είναι προϊόν της εποχής του –των late seventies εννοώ–, που σημαίνει ότι ορισμένα συμπεράσματα που αφορούν κυρίως στην περίοδο της δικτατορίας, όπως και σ’ εκείνην της Μεταπολίτευσης, είναι γραμμένα κάτω από το βάρος των προσφάτων (ακόμη τότε) καταστάσεων και δεν μπορεί παρά να ελέγχονται, εξαιτίας του φορτίου που κουβαλούν, ως προς την αντικειμενική ακρίβεια και την διακριτή τοποθέτησή τους μέσα στην ιστορική εξέλιξη, εντούτοις το ενδιαφέρον του παραμένει υψηλό ακόμη και σήμερα. Και τούτο γιατί η Holst εξετάζει το υλικό της απ’ όλες τις γωνίες και τις διευθύνσεις, επικεντρώνοντας σε έργα και τραγούδια που έπαιξαν συγκεκριμένο αισθητικό και κοινωνικό ρόλο σε μια ταραγμένη (άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο) εικοσαετία.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 13 κεφάλαια, που ακολουθούν, γραμμικώς, την προσωπική και καλλιτεχνική πορεία του συνθέτη. Η Holst έχοντας να διαχειριστεί ένα τεράστιο υλικό –την ιστορία κατ’ ουσίαν της νεότερης Ελλάδας– δεν κολλάει πουθενά, ούτε μασάει τα λόγια της. Και τούτο γιατί, όντας μη Ελληνίδα, δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν και για τίποτα. Λέει ευθαρσώς τη γνώμη της, δίχως να λογαριάζει το... συγγραφικό κόστος. Έτσι, όταν σημειώνει πως… «οι εκλογές του ’61 έγιναν μέσα σε ατμόσφαιρα βίας και νοθείας» και πως… «ο Γεώργιος Παπανδρέου, αρχηγός της Ένωσης Κέντρου, που κάποτε έπαιζε τον ρόλο της μαριονέτας των Άγγλων και έσταζε φαρμάκι για τους κομμουνιστές, με την ίδια ένταση τώρα έκανε ανοιχτή επίθεση στη Δεξιά και βρέθηκε ξαφνικά λαϊκός ήρωας»… ορίζει με αδρές γραμμές το περιβάλλον εντός του οποίου δημιουργούσε ο συνθέτης στις αρχές των sixties – μετά την τομή του «Επιτάφιου», αλλά πριν από τις δολοφονίες του Λαμπράκη και του Πέτρουλα. Με τις μουσικές τού Θεοδωράκη –κάποια τραγούδια του καλύτερα– να είναι μονίμως και με κάθε αφορμή υπό απαγόρευση από το ραδιόφωνο, και με τις ηχογραφήσεις του («Ρωμιοσύνη») να εμποδίζονται την περίοδο της κυβέρνησης των αποστατών, ήταν σαν να προεξοφλούνταν τα χειρότερα που θα εμφανίζονταν με τον ερχομό της δικτατορίας. Είχαν προϋπάρξει όμως τα σημαντικά έργα του εκείνης της εποχής – και βασικά το «Άξιον Εστί». Η Holst εξετάζει διεξοδικώς τα περισσότερα από τα τραγούδια, όπως και τις ολοκληρωμένες συνθέσεις τής περιόδου («Λιποτάκτες», «Το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», «Ένας Όμηρος», «Ρωμιοσύνη», «Μαουτχάουζεν», “Romancero Gitano”…), λίγο πριν από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου – ένα γεγονός που θα αποβεί, ως γνωστόν, καθοριστικό για την πορεία όχι μόνον του Θεοδωράκη, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Όπως διαβάζουμε στο κεφάλαιο 8: «Ο Μίκης Θεοδωράκης δεν υπήρχε περίπτωση να σωπάσει. Ήταν ήδη από παλιά πολιτικά εκδηλωμένος καλλιτέχνης και τα χρόνια της δικτατορίας ήταν τα πιο παραγωγικά της έως τότε ζωής του, αλλά καθώς δούλευε απομονωμένος ήταν ξεκομμένος από την άμεση ελληνική πραγματικότητα. Η πλήρης απαγόρευση της μουσικής του και η παγκόσμια δημοσιότητα που δόθηκε στη σύλληψη και φυλάκισή του, και αργότερα στις συναυλίες του και τα κείμενά του, τις ομιλίες του, ανέβασαν τη δημοτικότητά του στην Ελλάδα. Ήταν, όμως, μια δημοτικότητα που βασιζόταν κυρίως στην προδικτατορική μουσική του. Ελάχιστη από τη μουσική που συνέθεσε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας έγινε δημοφιλής(…). Αντίθετα, οι συνθέτες που παρέμειναν στην Ελλάδα –και εκτός φυλακής– έρχονταν σε άμεση επαφή με το ακροατήριό τους».
Η Holst εξετάζει την δημιουργική πορεία του Θεοδωράκη μέσα στην επταετία (είτε στις φυλακές, είτε στο Βραχάτι, είτε στη Ζάτουνα, είτε αργότερα εκτός Ελλάδας), προβαίνοντας σε ορθές, γενικώς, κοινωνικοπολιτικές κρίσεις, τονίζοντας την ανάμειξη της αμερικανικής κυβέρνησης γενικότερα και της CIA ειδικότερα στο εσωτερικό μέτωπο, σημειώνοντας πως… «μόλις πέτυχε το πραξικόπημα οι ΗΠΑ έκαναν μερικές υποτυπώδεις διαμαρτυρίες, αλλά σύντομα έδειξαν καθαρά την υποστήριξή τους προς το καθεστώς των συνταγματαρχών» και πως… «το αποτυχημένο βασιλικό αντιπραξικόπημα ήταν μια επιπλέον ένδειξη ότι η αμερικανική κυβέρνηση έπαιρνε στα σοβαρά υπόψη της τους συνταγματάρχες σαν κυβέρνηση της χώρας και δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει οποιαδήποτε ανάμιξη σε αντικυβερνητικές κινήσεις». Έτσι, ενώ παλαιά αυτά (και άλλα πολλά) ήταν κοινός τόπος που ταυτιζόταν (ο κοινός τόπος) με την αλήθεια, τα τελευταία χρόνια ορισμένοι (ο Νίκος Δήμου, η Σώτη Τριανταφύλλου κ.ά.) θέλουν να μας πείσουν πως τα πράγματα δεν ήταν και... τόσο απλά και πως πρέπει να προσέχουμε γενικώς τι λέμε, ειδάλλως… στενοχωρούμε άδικα την φίλη και σύμμαχο υπερδύναμη!
Πάντως γύρω από τον Θεοδωράκη η χούντα έπαιζε το δικό της παιγνίδι, επιχειρώντας να πείσει τον κόσμο πως ο συνθέτης απολάμβανε την ελευθερία των... χίπιδων και των ντιρλαντάδων, στέλνοντας ακόμη και δημοσιογράφους στο Βραχάτι για να διαπιστώσουν τα καθέκαστα ιδίοις όμμασι. Η Holst γράφει πως ο Θεοδωράκης ένοιωθε να τον χρησιμοποιούν και πως γι’ αυτό θα προτιμούσε καλύτερα να βρισκόταν στη φυλακή, παρά να τον εμφανίζουν οι χουντικοί σαν βιτρίνα. Ο ίδιος, πάντως, εξακολουθούσε να εκθέτει το καθεστώς στα μάτια των ξένων, ακόμη και από το Βραχάτι, και όχι χωρίς συνέπειες. Κάπως έτσι πέρασε από τον «κατ’ οίκον περιορισμό» στην εξορία στη Ζάτουνα της ορεινής Αρκαδίας –εκεί όπου έμεινε με την οικογένειά του για 14 μήνες, από τον Αύγουστο του 1968, έως τον Οκτώβριο του 1969– και από ’κει στις φυλακές του Ωρωπού, πριν την οριστική φυγάδευσή του στο Παρίσι την 13/4/1970. Διαβάζουμε στο βιβλίο: «Οι δικτάτορες ήθελαν να αποφύγουν την ηρωοποίηση του Θεοδωράκη. Τον μετέφεραν στο νοσοκομείο στην Αθήνα, μαζί με έναν συγκρατούμενό του.(…) Λίγες μέρες μετά ο Θεοδωράκης είχε μια ξαφνική επίσκεψη. Ο Γάλλος πολιτικός Σρεμπέρ παρουσιάστηκε στο νοσοκομείο, συνοδευόμενος από τον συνταγματάρχη Ιωαννίδη. Επακολούθησαν σκηνές που θύμιζαν κατασκοπική κινηματογραφική ταινία. Ο Θεοδωράκης οδηγήθηκε στο αεροδρόμιο(…) και έφτασε στο Παρίσι ελεύθερος με το προσωπικό τζετ του Γάλλου πολιτικού. Ποιος ήταν ο απώτερος σκοπός αυτής της χειρονομίας είναι κάτι που ακόμα παραμένει μυστήριο. Η πιο εύλογη εξήγηση είναι ότι ο Θεοδωράκης επρόκειτο να αφεθεί ελεύθερος μαζί με άλλους κρατούμενους την 21η Απριλίου. Η πρόωρη απελευθέρωσή του αποτελούσε ίσως απόπειρα ευμενούς επηρεασμού των υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, που θα συγκεντρώνονταν στο Στρασβούργο στις 15 Απριλίου για να συζητήσουν για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τα βασανιστήρια στην Ελλάδα. Ο παράξενος ρόλος του Σρεμπέρ στη όλη υπόθεση δεν έχει ακόμα ξεκαθαριστεί, αλλά η επιτυχής ‘απαγωγή’ του Μίκη Θεοδωράκη γράφτηκε αναμφισβήτητα στο ενεργητικό της πολιτικής του σταδιοδρομίας». Η ουσία είναι πως μέσω αυτής της κίνησης ο Θεοδωράκης έγινε «εικόνα» σε διεθνές επίπεδο, αφού «όχι μόνον ήταν ο φυσικός ηγέτης της ελληνικής αντίστασης στο εξωτερικό, αλλά και διεθνές σύμβολο αντίστασης σε κάθε δικτατορία».
Στο Παρίσι ηχογραφούνται τα περισσότερα από τα έργα που συνετέθησαν στις φυλακές και τις εξορίες («Ο Ήλιος και ο Χρόνος», «Τα Τραγούδια του Αντρέα», «Τα Τραγούδια του Αγώνα», «Κατάσταση Πολιορκίας», «Πνευματικό Εμβατήριο» κ.λπ.), με την Μαρία Φαραντούρη, τον Αντώνη Καλογιάννη και λίγο αργότερα τον Πέτρο Πανδή να αναδεικνύονται στους πιο βασικούς φορείς της «θεοδωρακικής» μελοποιίας. Ενώ, λοιπόν, υπήρχε πολύ δουλειά στο πολιτικό επίπεδο και βεβαίως συνεχείς συναυλίες ανά τον κόσμο ήταν φυσικό η σύνθεση νέων έργων να περάσει, κάπως, σε δεύτερο πλάνο. Πάντως, τότε γράφτηκαν τα “Canto General” (Pablo Neruda), «Δεκαοχτώ Λιανοτράγουδα της Πικρής Πατρίδας» (Γιάννης Ρίτσος), «Στην Ανατολή» (στίχοι διαφόρων) κ.ά. με την χούντα στην Ελλάδα να βαστάει γερά εκμεταλλευόμενη τις… «μονοπωλιακές παραχωρήσεις σε εκατομμυριούχους επιχειρηματίες σαν τον Τομ Πάππας και τα ρουσφέτια στους πιστούς αξιωματικούς του στρατού και της αστυνομίας (που) εξασφάλιζαν στην κυβέρνηση υποστήριξη κάθε φορά που τη χρειαζόταν».
Με την επιστροφή του Θεοδωράκη από το Παρίσι, μετά την πτώση της χούντας, η κατάσταση αποκτά νέα χαρακτηριστικά. Ενώ από την μια μεριά υπάρχει ο Θεοδωράκης των αμέτρητων συναυλιών και των γηπέδων (του γνωστού προδικτατορικού υλικού, αλλά και των τραγουδιών που γράφτηκαν στην περίοδο της δικτατορίας), από την άλλη… αναζητείται ο νέος δημιουργός, που θα εκφράσει την δυναμική της Μεταπολίτευσης. Για ποια δυναμική όμως συζητάμε; Η αποχουντοποίηση της δημόσιας διοίκησης είναι αργή, η βία στις πορείες και τις διαδηλώσεις δεν διαφέρει και πολύ από την ανάλογη επί χούντας, οι φασιστικές ομάδες τινάζουν στον αέρα γραφεία του ΚΚΕ, του ΕΚΚΕ, του ΚΚΕ εσωτερικού, αριστερών εφημερίδων, εντύπων και βιβλιοπωλείων και γενικώς το να μιλά κανείς ελεύθερα, δίχως να νοιώθει ότι πράττει κάτι που να επιζητά την άνωθεν έγκριση, δεν απέχει και πολύ από την αυταπάτη.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα τα παλαιά τραγούδια του Θεοδωράκη βρίσκουν έδαφος να βλαστήσουν, παρότι τα πράγματα στην κοινωνία αλλάζουν σιγά-σιγά, με το ΠΑΣΟΚ να αναπτύσσεται ραγδαίως αξιοποιώντας την ανάγκη για «αλλαγή», ή μάλλον την ανάγκη για την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας ευρωπαϊκού τύπου και ουσιαστικής πολιτικής ελευθερίας (σε πρώτο... και τελευταίο βαθμό). Ο… πολιτιστικός, να τον πω έτσι, ρόλος του Θεοδωράκη σ’ αυτή την νέα πραγματικότητα αρχίζει να εμφανίζει σημάδια οπισθοχώρησης. Το έργο του υποσκελίζεται από εκείνο άλλων δημιουργών, που έζησαν την χούντα στην Ελλάδα, και που ανταποκρίθηκαν περισσότερο στις νέες απαιτήσεις. Η Holst από αυτή την ομάδα συνθετών (τον Μαρκόπουλο ας πούμε, τον Κηλαηδόνη, τον Μούτση, τους εκπροσώπους του σατιρικού τραγουδιού και ορισμένους άλλους ενδεχομένως) ξεχωρίζει –και σωστά– τον Διονύση Σαββόπουλο. Με τους «Αχαρνής» βασικά, ο Σαββόπουλος είναι αυτός που θα τοποθετηθεί απέναντι στην Αριστερά μέσω ενός σαρκαστικού (και ασχημάτιστου συχνά) λόγου απευθυνόμενος σ’ ένα ακροατήριο που όλο και μεγάλωνε, και που θα γινόταν όλο και περισσότερο ευεπίφορο στους λογής-λογής διανοουμενισμούς, αποτινάζοντας από πάνω του το εγγενές λαϊκό στοιχείο (εκείνο που μαγικώς είχε μετασχηματίσει ο Θεοδωράκης στα sixties), φλερτάροντας με την… ευρωλιγούρα.
H «αλλαγή» εν τω μεταξύ έτρεχε δαιμονικά, με τον Ανδρέα να προβάρει το κοστούμι της εξουσίας και με τις στρατιές των ηττημένων (όσων) να ράβουν τσέπες και να καπαρώνουν ρόλους…

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ και ο Ηνίοχος

Πέθανε προχθές, την Παρασκευή, ο εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος στα 73 χρόνια του. Για βιβλία του Κάκτου, του εκδοτικού οίκου με τον οποίον συνέδεσε το όνομά του από την Μεταπολίτευση και μετά, υπάρχουν ήδη μερικές αναφορές στο δισκορυχείον (π.χ. για τα βιβλία Ανθολογία Επιστημονικής Φαντασίας, Η Δυστυχία τού να Είσαι Μαλάκας του Λεωνίδα Χρηστάκη, Χίτλερ Ζεις την ΑΕΚ Οδηγείς του Γιάννη Δημαρά κ.λπ.), ενώ θα υπάρξουν και άλλες στο μέλλον… Στο βιογραφικό του εκδότη, που μοιράστηκε την Παρασκευή και αναρτήθηκε στα sites όλων των περιοδικών και των εφημερίδων κατά τα συνήθη (Καθημερινή, Τα Νέα, LiFO, Η Αυγή κ.λπ.), διαβάζουμε ανάμεσα σε άλλα πως ο Οδυσσέας Χατζόπουλος… «το 1960 εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό Γραμμάτων και Τεχνών στον ‘Ηνίοχο’». Γράφω λοιπόν πως αυτό το… «στον» μου χτύπησε στο μάτι από την αρχή. Λες και ο Ηνίοχος ήταν κάποια εκδοτική εταιρεία, που τύπωνε (και) περιοδικά, ανάμεσα στα οποία και το αγνώστου τίτλου τού πρωτοεμφανιζόμενου Χατζόπουλου. Στην πραγματικότητα Ηνίοχος ήταν ο τίτλος του περιοδικού, το οποίον εξέδιδαν οι Ο. Ι. Χατζόπουλος – Γ. Μ. Αλβανόπουλος (με διευθυντή σύνταξης τον Λ. Γ. Λιαρόπουλο και καλλιτεχνικό επιμελητή τον Δ. Ι. Αγγελή).
Ο Ηνίοχος ήταν ένα από τα καλά περιοδικά Τέχνης των αρχών του ’60, και πριν… εκπνεύσει πρέπει να κυκλοφόρησε 3-4 τεύχη. Έχω στην κατοχή μου τα πρώτα δύο εξ αυτών (για τα οποία θα γράψω λίγα λόγια στη συνέχεια), φίλος έχει το τρίτο, ενώ δεν αποκλείω να υπάρχει κι ένα ακόμη… Στο editorial του πρώτου τεύχους του Ηνίοχου, που κυκλοφορεί τον Μάιο του 1960, οι δύο εκδότες γράφουν ανάμεσα σε άλλα (ο Οδυσσέας Χατζόπουλος, ας το έχουμε στο νου μας, ήταν τότε μόλις 19 ετών): «Αν σταθεί να μελετήσει κανείς τις συνθήκες οι οποίες επικρατούν γύρω από κάθε νέα εκδοτική προσπάθεια που δεν στηρίζεται παρά μόνο στις πνευματικές δυνάμεις, στο κέφι και στην αγάπη αυτών που την επιχειρούν, σίγουρα θα πρέπει να απογοητευθεί από την αρχή. Το συμπέρασμα είναι πάντα το ίδιο. Τίποτα δεν μπορεί να σταθεί όρθιο στον καιρό μας αν τα μέσα που διαθέτεις για να πας μπροστά είναι μία τίμια πνευματική τοποθέτηση, κι αληθινή αγάπη για τους γύρω και τον τόπο σου, η συνειδητοποίηση της ανάγκης να συζητήσεις.(…) Ο ‘Ηνίοχος’ δεν έχει μόνιμους συνεργάτες. Δεν θέλησε να ’χει μόνιμους συνεργάτες. Ο χώρος μέσα στον οποίο κινείται –λογοτεχνία, θέατρο, κινηματογράφος, εικαστικές τέχνες, μουσική– γενικώτερα οι τομείς των γραμμάτων, των τεχνών και της επιστήμης που καλύπτει είναι ανοιχτοί σε όλους, ιδιαίτερα για τους νέους(…)». Και πράγματι ξεφυλλίζοντας το πρώτο τεύχος (που είναι πλέον 54 χρόνια παλαιό) «κολλάει» κανείς σε διάφορα…
Κατ’ αρχάς στις μπροστινές σελίδες υπάρχει μια καταχώριση του εκδοτικού οίκου Επιστημονική Εταιρία ‘Πάπυρος’, στην οποίαν διαφημίζονται… Οι Αρχαίοι Συγγραφείς. Αναφέρεται, μάλιστα, πως μέχρι τότε (1960) στη σειρά Λευκήν Βιβλιοθήκην Παπύρου είχαν κυκλοφορήσει 277(!) τόμοι με έργα αρχαίων συγγραφέων και πως ανά δεκαπενθήμερο θα εκδίδονταν και νέοι (τόμοι). Δεν ξέρω αν είναι γνωστό, αλλά το έργο του Παπύρου το συνέχισε από το 1991 και μετά ο Κάκτος, υπό τον Οδυσσέα Χατζόπουλο, ο οποίος κατάφερε να κυκλοφορήσει στη σειρά Αρχαία Ελληνική Γραμματεία ‘Οι Έλληνες’ περισσότερους από 600(!) τόμους με αρχαία κείμενα. Δεν χρειάζεται να πω πως οι νεότεροι (αναγνώστες) έχουν ταυτίσει τον Κάκτο και τον Οδυσσέα Χατζόπουλο μόνο με αυτήν την συγκεκριμένη εκδοτική προσπάθεια. Και κάτι ακόμη που μπορεί να έχει την σημασία του… Η έδρα του Παπύρου, το 1960, ήταν στην οδό Πανεπιστημίου (Ελ. Βενιζέλου) 46, εκεί δηλαδή όπου στεγαζόταν και ο Κάκτος στα χρόνια μας.
Κείμενα λοιπόν του Albert Camus και της Κωστούλας Μητροπούλου, ποιήματα της Ολυμπίας Καράγιωργα, του Τάσου Ρούσσου και του Γιάννη Νεγρεπόντη, κριτικές αναλύσεις ταινιών (ο σκηνοθέτης και διευθυντής σύνταξης του περιοδικού Λάμπρος Λιαρόπουλος γράφει για το Χιροσίμα Αγάπη μου), θεατρικά του Ionesco, άρθρα μουσικού ενδιαφέροντος (ο Ανδρέας Ρικάκης γράφει για τον Gustav Mahler) και άλλα διάφορα συμπληρώνουν τις σελίδες του Ηνίοχου, μέσα από τα οποία ξεχωρίζω το… Η Μείζων Οικογένεια κάποιου Κ. Δημητρίου. Ένα προχωρημένο κείμενο όχι μόνον για τα δεδομένα του ’60 –αυτό εννοείται –μα ακόμη και για τα σημερινά! Επειδή οι… παρεξηγήσεις που θα μπορούσε να υπάρξουν (εκείνη την εποχή), από την δημοσίευση ενός τέτοιου κειμένου θα ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρες, οι εκδότες είχαν φροντίσει από την αρχή να κρατήσουν «πισινή». Διαβάζουμε: «Ο ‘Ηνίοχος’ διατηρεί τις επιφυλάξεις του για το περιεχόμενο του άρθρου αυτού. Η δημοσίευσις γίνεται σύμφωνα με την αρχή του περιοδικού να φιλοξενεί απόψεις, από τις οποίες θα μπορούσε να προκύψει κάτι καλό, με μια δημιουργική συζήτηση που είναι δυνατόν να επακολουθήσει». Δεν ξέρω αν η υπογραφή «Κ. Δημητρίου» είναι πραγματική ή αν πρόκειται για ψευδώνυμο κάποιας «φίρμας» της εποχής, που δεν ήθελε να εκτεθεί μέσω του πραγματικού ονόματός της, σε κάθε περίπτωση πάντως η… Μείζων Οικογένεια είναι ένα κείμενο που δεν μπορεί κανείς (αφού το διαβάσει) να το αγνοήσει.
«(…) Η ‘μείζων οικογένεια’ είναι μία πρόταση που έχω να κάνω στον άνθρωπο της εποχής με τα πολλαπλά ερωτικά και οικονομικά προβλήματα: η συζυγία από διπρόσωπη να γίνει τετραπρόσωπη, δύο γυναίκες και δύο άντρες να συνέρχωνται για να αποτελέσουν το κοινωνικό κύτταρο της οικογένειας.(…) Η πρότασή μου για την καθιέρωση του θεσμού της ‘μείζονος οικογενείας’ δεν είναι ούτε γαργαλισμός, ούτε σκανδαλοθηρευτικό πυροτέχνημα, ούτε ‘εξυπηρετική’ για κυρίους και κυρίες βελτιωμένου φροϋδισμού. Δεν δίνω σε κανένα το λόγο μου ότι πασχίζω να τον βοηθήσω στις ερωτικές του αναζητήσεις κι’ ούτε βεβαιώνω κανέναν άλλο πως αφ’ ότου γίνη μέλος μιας τέτοιας οικογένειας δεν θα τρελλαθή ή δεν θ’ αυτοκτονήση. Κι’ όχι βέβαια πως δεν πιστεύω ότι ο θεσμός είναι πραγματώσιμος· ίσα-ίσα, αυτή είναι η βασική μου άποψη, έχω τη γνώμη πως αν αρχίση να εφαρμόζεται γρήγορα θα επεκταθή και θα επικρατήση.(…) Εξωτερικά βλέποντας και με βάση τα μέτρα που μου παρέχει ο ίδιος ο σύγχρονος άνθρωπος με τη ζωή του συμπεραίνω πως δεν μπορεί, αυτή η αναζήτησή του για ‘αλλαγή’ στον ερωτικό του βίο, ο τόσο συχνός κορεσμός, η ασφυξία της μονοτονίας με τόσο πλούσια επακόλουθα σε διαζύγια και ‘διανεμόμενα’ τέκνα, δεν μπορεί παρά να αναζητάη τη νομιμοποίηση και αναγνώριση του πολυπρόσωπου έρωτα για να λυτρωθή και να ησυχάση.(…) Κι’ ας μην ξεχνάμε ότι στην τετραπρόσωπη συζυγία δεν θα υπάρχη ούτε για παρηγοριά μας το επιχείρημα της αναξιότητας του ερωτικού ‘αντίζηλου’ –του δεύτερου ομόφυλου μέλους της τετράδας– αφού στην εκλογή θα μπορούμε απ’ αρχής να δώσουμε αποφασιστικά τη γνώμη μας. Αντίθετα, σύμπνοια και αγάπη ανάμεσα στο ομόφυλα μέλη της οικογένειας θα προσθέση ένα ακόμα εσωτερικό συνεκτικό στοιχείο, ένα νέο παράγοντα γαλήνης, τη φιλία που ίσως να χρειάζεται πιο πολύ από κάθε τι.(…)».
Δεν ξέρω πόσους μπορεί να είχε συγκινήσει η Μείζων Οικογένεια εκείνη την εποχή. Πάντως, σίγουρα, είχε συγκινήσει τον Λεωνίδα Χρηστάκη, ο οποίος αναδημοσιεύει το κείμενο στο τρίτο τεύχος του περιοδικού Κούρος, τον Ιούνη του 1971… Πιθανώς, τώρα, η δεύτερη (αποσπασματική) αναδημοσίευσή του να είναι τούτη εδώ…
Το δεύτερο τεύχος του Ηνίοχου κυκλοφορεί τον Ιούνιο του 1960, με μια ωραία… διακοσμητική σύνθεση του Νίκου Σαξώνη στο εξώφυλλο. Στο editorial οι Χατζόπουλος και Αλβανόπουλος τα χώνουν στο σινάφι, που έθαψε το πρώτο τεύχος του περιοδικού γράφοντας: «(…) Γι’ αυτή τη ‘στάση σιωπής’ αισθάνθηκαν την ανάγκη να δικαιολογηθούν μερικοί (παίρνοντας προφανώς αφορμή από τη λαμπρή εμφάνιση του τεύχους) ότι ο ‘Ηνίοχος’ είναι ‘επιχείρηση’ και επομένως αν έγραφαν κάτι στις στήλες τους θ’ αποτελούσε μια δωρεάν διαφήμιση. Είναι να χαίρεται κανείς μ’ αυτή την οικονομολογική διορατικότητα μια κι’ είναι γνωστό πόσο ‘έχουν ψωμί’ τα περιοδικά γραμμάτων και τέχνης στη χώρα μας.(…)». Στις σελίδες… απόσπασμα από το «10» του Μ. Καραγάτση, ποιήματα των Τάκη Παπατζώνη, Ezra Pound και Νικηφόρου Βρεττάκου, ένα διήγημα του Αλέξη Ζακυθηνού, το δεύτερο μέρος του άρθρου του Ανδρέα Ρικάκη για τον Gustav Mahler, ο Λάμπρος Λιαρόπουλος γράφει για το κινηματογραφικό κίνημα της nouvelle vague, ο Μιχάλης Αδάμης αναφέρεται στον δωδεκαφθογγισμό στη μουσική, δημοσιεύονται οι παρτιτούρες του από την μελοποίηση του ποιήματος Φωνές τού Καβάφη (έργο… Για μικτή χορωδία a cappella), ενώ υπάρχουν ακόμη μια ανασκόπηση των θεατρικών δρωμένων της περιόδου 1959-1960, κριτικές βιβλίων από τον Άρη Δικταίο και άλλα διάφορα. Ανάμεσά τους και το κείμενο «Εγχειρίδια προς χρήσιν των φοιτητών» του 25χρονου τότε Σπύρου Ζουρνατζή, στο οποίον ο μετέπειτα (προφανώς) υφυπουργός… επί Πολυτεχνείου (της δοτής κυβέρνησης Μαρκεζίνη του Οκτωβρίου 1973 εννοώ) και ευρωβουλευτής ακόμη πιο μετά της ΕΠΕΝ καταφέρεται εναντίον του ελληνικού φοιτητικού κινήματος της εποχής κατηγορώντας το για «συντεχνιασμό», επ’ αφορμής του αγώνα για την καθιέρωση φοιτητικού εισιτηρίου (οποία αιτιολογία!), και πως εμμένει (το φοιτητικό κίνημα) στην «πολιτική μισαλλοδοξία» των ακόμη προσφάτων Δεκεμβριανών (15-16 χρόνια είχαν περάσει) μη ανταποκρινόμενο στο δόγμα της… pax Americana α λα Eisenhower – στα… γαϊδουροκαλόκαιρα της αγάπης δηλαδή και όλα τα συναφή.
Τα ίδια-ανάλογα, σήμερα, δεν υποστηρίζουν οι αφεντάδες των αγορών, κάτι βλαμμένοι κλακαδόροι τους και όσοι θέλουν να σβήσουν την ιστορία με τις… γομολάστιχες της ντροπής;

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ επαναλήψεις και εκπλήξεις

Ένα βινύλιο κι ένα demo από δύο συγκροτήματα της ελληνικής σκηνής, που δρουν συνήθως πίσω από τα κυρίαρχα φώτα…
JOALZ: Hello Darkness my Friend [Scribe]
Πριν λίγες ημέρες έφθασε στα χέρια μου το 12ιντσο 4tracks EP των Joals Hello Darkness my Friend”. Επειδή όμως γι’ αυτά τα τέσσερα κομμάτια είχα γράψει την γνώμη μου πέρυσι τον Σεπτέμβριο (10/9/2013) ακούγοντας ένα promo CD-R, μεταφέρω εκείνη την κριτική στο τώρα… 
«Οι Joals, με τα κανονικά και… προσωρινά μέλη τους (Δημήτρης Ζωγράφος, May Roosevelt, Γιάννης Μπακούλης, Λεωνίδας Σέγκας, Μαίρη Τσώνη – από τους Mary and The Boy), επιχειρούν σε σκοτεινές rock περιοχές, οι οποίες οριοθετούνται, βασικά, από τα φωνητικά μέρη. Ναι μεν οι μουσικές –πλημμυρισμένες με Velvet-ικά και κάποια kraut-ικά στοιχεία–, αλλά είναι οι ερμηνείες (της Τσώνη) εκείνες που δίδουν στο “Hello Darkness my Friendμια ταυτότητα, που να ξεπερνά όχι το προφανές, αλλά εν πάση περιπτώσει το αναμενόμενο. Το εισαγωγικό “Outspoken you are” αναπτύσσεται, ηχητικώς, γύρω από μιαν απλή ρυθμική βάση, με τις κιθάρες και τη θερεμίνη να στήνουν ένα electro-rock σκηνικό. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ακούγεται η φωνή στο “Alligator wine” του ScreaminJay Hawkins (οι εισαγωγικές κιθάρες θα μπορούσε να θυμίζουν –''να θυμίζουν'' λέω– ακόμη και Amon Düül II). Η Τσώνη ερμηνεύει τραβηγμένα, αλλά πιθανώς να μην γινόταν κι αλλιώς. Το κομμάτι το απαιτεί. Δεν μπορείς να παραβλέψεις τον πρώτο διδάξαντα. Πατάς επάνω και επιχειρείς να δώσεις τη δική σου διάσταση-παράσταση. Στο Oh darlinMargaret” οι στίχοι του Paul Celan δημιουργούν οπωσδήποτε μιαν ατμόσφαιρα, αλλά το παν εδώ είναι το background (πίσω και από την θερεμίνη), που χρωστά (έτσι νομίζω) στο “Deadlock” των CAN. Το τελευταίο track έχει τίτλο “Text 1018”, έχει ανδρικά φωνητικά (καλύτερα ψιθύρους) με τις κιθάρες να γεμίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια και τα ηλεκτρονικά να προσθέτουν σε όγκο. Θα ξανακούσω τους Joalz». 
Tους ξανάκουσα…
Επαφή: http://www.joalz.net/
ZENERIK: Yeneƨis [Ιδιωτική Παραγωγή]
Περιστασιακό ή μη σύνολο οι Zenerik έχουν στην κατοχή τους ένα από τα πιο ενδιαφέροντα improv άλμπουμ που έφθασαν στ’ αυτιά μου τον τελευταίο καιρό. Από την… εποχή των XYSM (2011) είχα ν’ ακούσω ελληνικό συγκρότημα, που να αντιμετωπίζει τον ομαδικό αυτοσχεδιασμό με τέτοια και τόση τόλμη, που να καταγράφει τις ιδέες του με τέτοια και τόση σιγουριά και βεβαίως αισθητική πληρότητα. Αν και το άλμπουμ δεν είναι κανονικό (μ’ ένα CD-R έχουμε να κάνουμε), το “Yeneƨis” εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσε να δημιουργήσουν (μέσω μιας φυσικής παραγωγής) εκείνο που θ’ αποκαλούσαμε «δισκογραφική έκπληξη». Εννοώ, δηλαδή, πως δεν υπάρχει άλλο ελληνικό σχήμα που να ηχεί, σήμερα, με τέτοιον τρόπο, που να ενώνει, με άλλα λόγια, το progressive rock με τον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, μέσω μιας εξερευνητικής-ψυχεδελικής διάθεσης. Οι Tsaggali-Dee φλάουτο, σοπράνο σαξόφωνο, κλαρινέτο, Σωτήρης Τ. άλτο σαξόφωνο, Αλέξανδρος Κρητικός τρομπέτα, Γιάννης Κ. & Ζαχαρίας Κοτσίκης κιθάρες, Super Mario moog συνθεσάιζερ, Λίνα Φονταρά μπάσο, παραγωγή, Άκης Κ. ντραμς και Αντώνης Παπάζογλου κρουστά συντονίζουν εαυτούς και αλλήλους σε μια σειρά πέντε συνθέσεων στοχεύοντας, κατ’ αρχάς, σ’ έναν υψηλού δυναμικού ηχητικό πλουραλισμό. Με την ηλεκτρική «ελευθερία» να πυροδοτεί διαρκείς και απρογραμμάτιστες εκπλήξεις, με την παικτική φαντασία να αναδεικνύει τα πάσης φύσεως breaks σε πρωταγωνιστές της ηχογράφησης, με τα ηλεκτρονικά να γεμίζουν και να τεντώνουν τα «κενά» και με το μπάσο, όπως και το υπόλοιπο ρυθμικό τμήμα, να κανονίζει όλες τις επιμέρους εντάσεις, οι Zenerik μπορούν να υπερηφανεύονται πως παρέδωσαν μια δουλειά, που θα μπορούσε μέσω μιας πιο επικεντρωμένης εγγραφής/παραγωγής να χτυπήσει πολύ ψηλά. Μα πάρα πολύ ψηλά. Θαυμάζω το στυλ τους στο έσχατο “Deliverance”, ένα κομμάτι που παραπέμπει στo space-improv-prog των Catapilla του άλμπουμ “Changes”, και απορώ πώς και με τέτοιας κλάσης tracks το “Yeneƨis” δεν έχει κοπεί ακόμη σε βινύλιο…

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΡΑΣ κι άλλο 45άρι

Όπως είχα γράψει πριν δύο μήνες σχεδόν (2/5/2014)… είναι ιδιαίτερο τούτο το project του Δημήτρη Καρρά, κι έχει την αξία του – αφ’ ης στιγμής συνεχίζεται και βαθαίνει. Πρόκειται γι’ αυτή την σειρά των 45αριών (με τα δύο τραγούδια) των Studio Pazl, Music Corner και B-otherSide records, που ξεχωρίζουν αμέσως, οπτικώς, από τα ασπρόμαυρα εξώφυλλα του Κώστα Παντούλα. Έχω ήδη γράψει για τα προηγούμενα τρία νούμερα της σειράς (τα… μπετά με τους Σωκράτη Μάλαμα/ Βασίλη Καρρά, το «Άκου το τραγούδι» με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και το «Ρετιρέ» με την Φωτεινή Βελεσιώτου), ενώ, τώρα, ρίχνω στο πικάπ το τέταρτο δισκάκι που φέρνει κάτω από την ίδια στέγη δύο διαφορετικούς ερμηνευτές –εννοώ πως εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες– τον Γιάννη Κότσιρα και τον Νικήτα Κλιντ.
Το τραγούδι με τον Κότσιρα έχει τίτλο «Ντροπή» και είναι σε μουσική και στίχους του Δημήτρη Καρρά. Πρόκειται για μία ακουστική κατά μίαν έννοια μπαλάντα (ενορχηστρωμένη για κλασική κιθάρα, λαούτο και μπάσο, είτε με δοξάρι είτε με ebow, από τον Νίκο Γύρα), την οποίαν ο Γιάννης Κότσιρας αποδίδει με σθένος. Εννοώ πως το τραγούδι είναι «βαρύ», και από μουσικής και από στιχουργικής πλευράς (θα το χαρακτήριζα γενικώς ως… μαλαμικής αντίληψης), απαιτώντας επί της ουσίας την στιβαρή και καθαρή ερμηνεία. Ο Κότσιρας, που έχει πει τέτοιου τύπου τραγούδια και στο παρελθόν, πράττει εδώ το αυτονόητο.
Το «Εγωισμοί» (σε μουσική και στίχους πάντα του Δημήτρη Καρρά) δεν διαφέρει και τόσο από το προηγούμενο κομμάτι – αν και μου αρέσει περισσότερο. Η αφηγηματική ερμηνευτική του εξέλιξη (Νικήτας Κλιντ) είναι σαφής ανακαλώντας στη μνήμη μου (στα κουπλέ τουλάχιστον) την πιο προσωπική τραγουδοποιία του Παύλου Παυλίδη, ενώ (το κομμάτι) υποβοηθείται τόσο από την μελωδική γραμμή, όσο, βεβαίως, και από την πιανιστική (βασικά) συνοδεία (ακούγεται επίσης λίγο ακουστική κιθάρα, όπως και κρουστά). Ένα ωραίο τραγούδι.
Επαφή: www.b-otherside.gr

δημόσια λίγδα

Μανώλης Νταλούκας:
«...».
Δημήτρης Πουλικάκος:
«...».
Μανώλης Νταλούκας:
«...».

(update 1:27 μ.μ.)
Έπρεπε να του το πει ο αναγνώστης Gregory του Νταλούκα ότι διέπραξε ύπατο ατόπημα με το να εμφανίζει τον Πουλικάκο να χυδαιολογεί εις βάρος μου; Ο ίδιος δεν μπορούσε να το καταλάβει από μόνος του – ότι εξέθεσε και τον Πουλικάκο και τον εαυτό του με την κοτσάνα που διέπραξε;
Εις ένδειξη καλής διάθεσης θα απαλείψω κι εγώ τις συγκεκριμένες προτάσεις από το blog μου επειδή σέβομαι την ιστορία του Πουλικάκου, προστατεύοντας συγχρόνως και τον… αντίδικο.

Ο Νταλούκας παραπονιέται για τους χαρακτηρισμούς μου προς το άτομό του, οι οποίοι (χαρακτηρισμοί) παίρνουν πάντα αφορμή απ’ αυτά που γράφει για μένα. Όποτε, λοιπόν, αναφέρθηκα επωνύμως σ’ αυτόν το έχω πράξει επειδή με έχει προκαλέσει, με αντίστοιχες δικές του αναφορές και χαρακτηρισμούς σε συγκεκριμένες αναρτήσεις του. Έχει φθάσει δε, παλαιότερα, να με αποκαλέσει έως και «αδελφή» (εκτός απ’ όλα τ’ άλλα), χρησιμοποιώντας τη λέξη με την προσβλητική-ρατσιστική της σημασία. Δεν μ’ ένοιαξε, όχι γιατί δεν είμαι «αδελφή», αλλά γιατί τέτοιοι χαρακτηρισμοί γέρνουν την πλάστιγγα των εντυπώσεων προς το μέρος μου. Όπως έγειρε η πλάστιγγα προς το μέρος μου και λόγω των χαρακτηρισμών του Πουλικάκου, που δημοσιοποίησε.

Αν ο Νταλούκας δεν θέλει να αναφέρω στις αναρτήσεις μου το όνομά του, ούτε να προβαίνω σε χαρακτηρισμούς, τότε να παύσει να ασχολείται μαζί μου. Εγώ καλύπτομαι και από το επίπεδο των «έξυπνων μπηχτών» (χωρίς να αναφέρω το ονοματεπώνυμό του δηλαδή) γιατί έχουν προκύψει πολλά ζητήματα (τι να κάνουμε τώρα… υπάρχουν ορισμένα θέματα με τα οποία ασχολούμαστε και οι δύο) επί των οποίων γράφει μπαρούφες και θα πρέπει να αποκατασταθούν στην πορεία οι αλήθειες. Από το πώς θα πορευτεί λοιπόν ο ίδιος στο μέλλον θα επιλέξω κι εγώ τον τρόπο αντιμετώπισής του…

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

χουντο-νεοφιλελεύθερα ρετάλια

Ποιος ήταν λοιπόν, ανάμεσα σε άλλα, ο ευθυμογράφος Δημήτρης Χρονόπουλος; Ένας από τους καμμιά 90αριά δημοσιογράφους που θέλησαν τον Ιανουάριο του 1968… «να εκφράσουν τας ευγνωμόνους ευχαριστίας τους προς την Εθνικήν Κυβέρνησιν για λογαριασμό του συνόλου του δημοσιογραφικού κόσμου(…) δια την εμπράκτως εκδηλωθείσαν αμέριστον συμπαράστασίν και ουσιαστικήν μέριμνα δια την ικανοποίησιν ζωτικών ζητημά­των του κλάδου». Ποιους συναντάμε ανάμεσα στους υπογράφοντες; Μεγάλα ονόματα της δημοσιογραφίας, που τα γνωρίσαμε όλοι μας (ως μεγάλα) στην Μεταπολίτευση (οι πληροφορίες από το jungle-report.blogspot). Να μερικά απ’ αυτά: Γιώργος Αναστασόπουλος, Οδυσσέας Ζούλας, Στάμος Ζούλας, Γιάννης Καιροφύλας, Παύλος Καμβύσης, Σπύρος Καρατζαφέρης, Νίκος Κα­τσαρός, Λυκούργος Κομίνης, Βασίλης Κοντοβαζενίτης, Δημήτρης Ρίζος, Σταύρος Ψυχάρης… Τι σημαίνει τούτο; Πώς όλοι αυτοί ήταν χουντικοί; Πώς ό,τι έγραψε έκτοτε ή θα γράψει στο μέλλον ο Δημήτρης Ρίζος ή ο Στάμος Ζούλας, πώς ό,τι έγραψαν ο Παύλος Καμβύσης ή ο Λυκούργος Κομίνης (και με το οποίον δεν θα συμφωνούμε) θα ελέγχεται ως… χουντόφρον;
Φυσικά, το να έχεις την υπογραφή σου κάτω από ένα τέτοιο κείμενο δεν σε τιμά… άλλο όμως αυτό και άλλο να καταχωρίζονται στους απολογητές της χούντας όλοι οι παραπάνω. Κάτι τέτοιο μόνον οι ηλίθιοι και κομπλεξικοί κάφροι, όπως και οι κουκουλοφόροι του διαδικτύου, θα το υποστηρίξουν.
Η πλειονότητα των Ελλήνων, άλλοι πιο πολύ και άλλοι λιγότερο, είχαν κάποιο δούναι και λαβείν με το χουντικό καθεστώς, ή όπως είχε γράψει ευφυώς κάποτε και ο Τάσος Φαληρέας... οι περισσότεροι είχαν απλώς αντικαταστήσει τον βουλευτή με τον λοχαγό. Τι σημαίνει αυτό; Πώς ήταν όλοι χουντικοί; Ο Μάνος Χατζιδάκις έκανε ολόκληρο δίσκο σε παραγωγή του χουντικού ΕΟΤ, όπως και φωτογραφιζόταν με στελέχη του καθεστώτος. Τι σημαίνει αυτό; Πώς ήταν χουντικός; Αν βγω εγώ, δηλαδή, και αναπαράγω ένα κείμενό του, θα εμφανιστεί κάποιος και θα μου πει πως αβαντάρω συνεργάτη της χούντας; Θα πρέπει να είναι εντελώς ηλίθιος. Για τον Νίκο Δήμου αποκαλύφθηκε προσφάτως πως είχε διοριστεί σε κάποια επιτροπή επί χούντας. Είναι ο Δήμου χουντικός; Υπάρχουν κάποια πράγματα ανάμεσα σ’ αυτά που γράφει ο Δήμου (π.χ. για το Άγιο Φως), που με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. Τι σημαίνει αυτό; Πώς θα πρέπει να απολογηθώ –σε ποιον και γιατί;– επειδή τα υποστηρίζω κι εγώ; Ο Πουλικάκος, πάλι, πρωταγωνιστούσε ως νεολαιίστικο πρότυπο (έστω και παρά τη θέλησή του) μαζί με τους υπόλοιπους M.G.C. σε χουντικά επίκαιρα. Τι σημαίνει αυτό; Πώς δεν πρέπει ν’ ακούμε τους M.G.C. ή τον Εξαδάκτυλο, ο οποίος ακουγόταν ακόμη και στη χουντοτηλεόραση; Άμα σας δείξω καταλόγους με ονόματα των Επιτροπών Λογοκρισίας επί Μεταπολίτευσης θα πέσετε από τα σύννεφα; Τι σημαίνει αυτό; Πώς δεν θα ξαναδούμε ταινία του… Ορέστη Λάσκου ή δεν θα ξαναδιαβάσουμε βιβλία του Γιώργου Διζικιρίκη; Μόνον ένας βλαμμένος, σαν τον Μανώλη Νταλούκα, θα σκεφτόταν έτσι.
O Χρονόπουλος έγραψε κάτι το 1970-71 με το οποίο διασκέδασα (περί ευθυμογραφήματος επρόκειτο), βρίσκοντάς το έξυπνο και επιτυχημένο, με το βιβλίο του, μάλιστα, να βρίθει από αντιχουντικές ατάκες! (Καλώ δε, και επί τη ευκαιρία, τον… δημοσιοκάφρο να πάει και να ζητήσει τον λόγο από τον ΚΥΡ που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο του βιβλίου του Χρονόπουλου, καθώς και από τον ζωγράφο-σκιτσογράφο Κώστα Βλάχο που επιμελήθηκε τις μέσα σελίδες, επειδή οι άνθρωποι, κατά τον μπουρδολόγο μας, συνεργάστηκαν με... χουντικό).
Ανεξαρτήτως όμως αυτού, και όπως έχω τονίσει πολλές φορές, ο ελληνικός χιπισμός και η λεγόμενη «ψυχεδελική νεολαία» (έτσι την αποκαλεί μόνον ο γνωστός μπουρδοκώλης και κανένας άλλος) ήταν οι κύριοι μοχλοί της χούντας στην προσπάθειά της να καθυποτάξει τον νεαρόκοσμο. Να τον εμποδίσει, δηλαδή, να ασχοληθεί με την αντιδικτατορική πάλη, μέσα από τις οργανώσεις της Αριστεράς, να τον φλομώσει… στην αγάπη και το λουλούδι, για να τον αποτρέψει από την αγωνιστική του διάθεση και το αγωνιστικό του καθήκον. Το κατάφερε. Μέχρι το ’73…
Τώρα, το ποιος λιβανίζει τους χουντικούς, με το να υποστηρίζει τις μεθόδους που εφάρμοσαν στο πεδίο ελέγχου της νεολαίας, υβρίζοντας ταυτοχρόνως την Αριστερά, είναι ηλίου φαεινότερον. Πρόκειται για ένα νεοφιλελεύθερο ρετάλι. Άθλιος ο μισθός του.

ΜΑΝΩΛΗΣ ΝΤΑΛΟΥΚΑΣ χίπιδες και… μπουρδοκώληδες

Βλέποντας τις αφίσες του στις κολώνες και τους τοίχους και παρακολουθώντας κάποια βίντεο στο YouTube, λέω πως αντιμετωπίζω με συμπάθεια την περίπτωση του Τόνι Σφήνου. Εννοώ πως διασκεδάζω, δίχως να ενοχλούμαι. Δεν ξέρω πόσο υποψιασμένος μπορεί να είναι (ο Σφήνος) σε σχέση με όσα λανσάρει και υποδύεται, εκείνο όμως που ξέρω είναι πως συχνά χτυπάει διάνα. Ιδίως η καρικατούρα του έλληνα χίπι που παρουσιάζει είναι όλα τα λεφτά. Βγάζει γέλιο, όντας πάνω-καταπάνω στην πραγματικότητα! Αν και διερωτώμαι συχνά σε σχέση με το… τι έχει πιάσει τον κόσμο –ένα μέρος του κόσμου, ok– και ξανασχολείται με τους χίπιδες την κουλτούρα, τα τραγούδια τους κ.λπ., νομίζω πως βρίσκω την απάντηση μέσα στο πλαίσιο τού σύγχρονου vintage και της nostalgia. Στην ανάγκη, δηλαδή, ελλείψει νέων «εικόνων» με ισχυρό hook, να ξεθάβονται ποικίλοι «σκελετοί» από τα χρονοντούλαπα και να στήνονται καλογυαλισμένοι και παραταγμένοι στις… οθόνες του λαού. Έτσι συμβαίνει και με τους χίπιδες...
Ο Σφήνος βρέθηκε στην σχετική επικαιρότητα τα τελευταία χρόνια (και) λόγω της παρουσίας του στο τρίτο περυσινό (21-24/6/2013) και στο τέταρτο εφετινό (20-22/6/2014) Matala Beach Festival, το φεστιβάλ δηλαδή που οργανώνεται στα Μάταλα της Κρήτης… εις ανάμνησιν του πάλαι ποτέ hippie καταφυγίου. Κοιτώντας μάλιστα τις συμμετοχές στις εκδηλώσεις των φεστιβάλ (Locomondo, Hugh Cornwell και άλλοι πολλοί… άσχετοι με το αντικείμενο) σκέπτομαι πως η πιο… in touch παρουσία μάλλον θα πρέπει να είναι αυτή του Τόνι Σφήνου! Γιατί, πώς να το κάνουμε, Μάταλα και χιπισμός στη συνείδηση του Έλληνα, σημαίνει… Βλαχοπούλου και Τσιβιλίκας. Ο γνωστός… δημοσιοκάφρος Μανώλης Νταλούκας διάβασε στο Δισκορυχείον (δικό μου σχόλιο τής 27 Ιουνίου 2010 - 1:09 μ.μ.) πως το 1970 είχε βρεθεί στα Μάταλα και η Joni Mitchell, ηχογραφώντας μάλιστα και το σχετικό “Carey” που ακούγεται στο “Blue” –δεν ξέρω ποιος το ανέφερε αυτό για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ψάξτε το, αλλά αυτός το διάβασε από ’μένα, καθότι, ως γνωστόν, είναι κολλημένος στο Δισκορυχείον– και μετά από χρόνια και ζαμάνια άρχισε να μας το παίζει… ματαλαλόγος πήζοντάς μας στις μπαρούφες. Ενώ λοιπόν ο τύπος αυτός είναι ο γνωστός αδιάβαστος, που βρωμίζει με τις ηλιθιότητες που γράφει τις νεανικές κουλτούρες (εγχώριες και αλλοδαπές), θέλει να μας παραδώσει και μαθήματα. Η ντροπή και το αίσχος έχουν πια ονοματεπώνυμο…

Κατ’ αρχάς εκείνο που πρέπει να ξαναπώ είναι πως ο ελληνικός χιπισμός –του οποίου ο Σφήνος, ως εικόνα, είναι ένα τυπικό και διαχρονικό δείγμα–, δεν είχε ουδεμία σχέση με το κίνημα των hippies στην Αμερική (από τα μέσα του ’65 έως και τα μέσα του ’67 δηλαδή), και πως απλώς συσχετίστηκε με κάποια «κομμάτια» της εξαγώγιμης μπούρδας που ονομάστηκε (από τους εμπόρους και τους διαφημιστές) «καλοκαίρι της αγάπης», την εποχή όπου οι hippies προβάλλονταν απ’ όλα τα αμερικανικά… μέσα και τα έξω, με το TIME π.χ. να κραυγάζει ήδη από εξωφύλλου… The Hippies/ Philosophy of a Subculture (7/7/1967). Αν και ο (κυρίαρχος) αμερικανικός Τύπος είχε αρχίσει να ασχολείται με την αντικουλτούρα μετά την επιτυχία του Human Be-In τής 14/1/1967, που μετατόπισε το κίνημα των hippies ή μάλλον το συνέδεσε και με τον πολιτικό ριζοσπαστισμό (το LIFE της 17/2/1967 κυκλοφορεί με εξώφυλλο τoν Ed Sanders των Fugs και με λεζάντες του τύπου Happenings/ The worldwide underground of the arts creates The Other Culture), το «καλοκαίρι της αγάπης» και ό,τι αυτό συμπεριελάμβανε (από το «κόλπο» Monterey μέχρι οτιδήποτε άλλο) δεν ήταν παρά ένα ακόμη «θέμα» που θα διατράνωνε την ελευθερία της έκφρασης στις ΗΠΑ εν αντιθέσει με ό,τι συνέβαινε, ας πούμε, στον «μισητό κομμουνισμό». Μέσα απ’ αυτό το πλαίσιο, της ψυχροπολεμικής εξαγωγής της χίπικης προπαγάνδας στα late sixties, δεν θα μπορούσε να λείψει και η χουντοκρατούμενη Ελλάς, η οποία, θέλοντας και μη (ως προσκυνούσα την υπερατλαντική σύμμαχο), θα επιχειρούσε να προβάλλει την hippie αισθητική μέσα από τα εξώφυλλα των νεανικών και οικογενειακών περιοδικών της (και δεν αναφέρομαι μόνο στα… ψυχεδελικά τεύχη των Μοντέρνων Ρυθμών, τα #98, #99 και #100, που κυκλοφόρησαν στις αρχές του ’68), τροφοδοτώντας με ανάλογα θέματα το θέατρο, κινηματογράφο κ.λπ. Χίπιδες, καλοκαίρια, αγάπες, λουλούδια, ειρήνη (έτσι γενικώς και αορίστως) και όλο το υπόλοιπο παραφερνάλιο αποτελούσε «κοινό τόπο» στις μουσικές, στο σινεμά, το θέατρο, τις διαφημίσεις και τον Τύπο, παρά τις κραυγές ορισμένων (Εκκλησία, φασιστογραφιάδες) που έρχονταν από τον Mεσαίωνα. Έτσι, και όπως είχα γράψει λίγο καιρό πριν (29/5/2014)… παρ’ όλη την προσπάθεια ορισμένων εντύπων και φυλλάδων να τρομοκρατήσουν τον κόσμο εν σχέσει με τον χιπισμό (εγχώριο και τουριστικό) δεν σταμάτησαν να γυρίζονται ταινίες (Θου-Βου Φαλακρός Πράκτωρ Επιχείρησις Γης Μαδιάμ, Η Θεία μου η Χίππισα, Μαριχουάνα Στοπ, Ένας Χίππυς με Τσαρούχια, Ένας Χίππυς με Φιλότιμο…), ν’ ανεβαίνουν θεατρικά (Χίπισσα Ιωάννα, Χίππιδες και Ντιρλαντάδες…), να γράφονται βιβλία (Οι Δύο Χίππεις…), να παράγονται δίσκοι (Poll, Blue Birds, Νοστράδαμος…), να ράβονται και να προβάλλονται χίπικες κολεξιόν κ.λπ.
Ελλάς, Άνοιξη '68, ο χιπισμός και η... ψυχεδέλεια υπό διωγμόν...
Ο άσχετος Νταλούκας, που έμαθε επιτέλους πως το όνομα του Hendrix είναι Jimi και όχι Jimmy, βρίσκει τον τρόπο να χύσει και πάλι δηλητήριο λέγοντας πως παρουσίασα ένα «κατάπτυστο» (όπως ισχυρίζεται) κείμενο –εννοεί το ευθυμογράφημα του Δημήτρη Χρονόπουλου «χίππυς και χίππισες»– για να αποδείξω πως «οι χίπηδες ήταν πρόσωπα γελοία». Φυσικά, όποιος διαβάσει το συγκεκριμένο ευθυμογράφημα (σε στυλ Φρέντυ Γερμανού) που υπάρχει εδώ… http://diskoryxeion.blogspot.gr/2014/05/blog-post_29.html δεν πρόκειται ποτέ να το χαρακτηρίσει «κατάπτυστο», παρ’ εκτός αν είναι ηλίθιος. «Κατάπτυστος», για μένα, είναι μόνον ο Νταλούκας, ο οποίος γράφει πως ο Χρονόπουλος ήταν «λογοκριτής, υμνητής και συνεργάτης της χούντας», δίχως να καταθέτει κανένα στοιχείο επ’ αυτών! Εγώ έγραψα, απλώς, πως ο Χρονόπουλος (το εξώφυλλο στο βιβλίο τού οποίου είχε φιλοτεχνήσει ο ΚΥΡ) δίνει την εικόνα ενός φιλελεύθερου ανθρώπου, με αστικές πολιτικές απόψεις (δεξιός δηλαδή, μα… πεφωτισμένος) και τούτο παίρνοντας γραμμή απ’ ορισμένα κείμενά του, όπως το η «Κυρία Δημοκρατία» ας πούμε, στο οποίο ο συγγραφέας διασταυρώνεται με την… κυρία Ελευθεροτυπία έχοντας τον εξής αποκαλυπτικό διάλογο (τα bold γράμματα δικά μου): 
– Τι γίνεσαι, καημένη; την ερώτησα. Χρόνια έχω να σε δω. 
Είχα διακοπές, μου απάντησε. Ήμουν και άρρωστη αλλά τώρα πάω καλύτερα. 
– Δηλαδή αποκατεστάθη η υγεία σου; 
Όχι ακόμη. Πρέπει να με βγάλουν από τον γύψο. 
– Είσαι στον γύψο; Γιατί εγώ δεν βλέπω τίποτε… 
Είμαι και ας μη φαίνεται. Εσύ τι κάνεις;
Αν απ’ αυτό το απόσπασμα, και από άλλα πολλά που βαριέμαι τώρα να αντιγράφω, αντιλαμβάνεται κάποιος πως ο Χρονόπουλος ήταν χουντικός ε, τότε, δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Ο Νταλούκας είναι αθεράπευτα βλαμμένος καθώς νομίζει πως εγώ βρήκα κάποιον «χουντικό», που τον βάφτισα «προοδευτικό» για να καταφερθώ εναντίον της «ψυχεδελικής νεολαίας»!! Ο άνθρωπος (ο χοντρονταλούκας), το ξαναλέω, έχει άχυρα στο κεφάλι του (μην λέμε τα ίδια και τα ίδια). Δεν καταλαβαίνει ο βλαξ πως αν ήθελα να εύρισκα προοδευτικό της εποχής που να τα έχωνε όπως πρέπει στους χίπιδες, την χαϊδεμένη αγέλη του Παπαδόπουλου, θα τον εύρισκα στην Αριστερά (μια χαρά μου κάνει ο Γρηγόρης Φαράκος του ’69)– δεν θα είχα ανάγκη έναν φιλελεύθερο αστό, δεξιό, για να τον μετατρέψω σε… προοδευτικό. Απλώς, χρησιμοποίησα το κείμενο του Χρονόπουλου επειδή χτυπάει διάνα, όσον αφορά στην ελληνική «εικόνα» των hippies ανεξαρτήτως του σημείου εκκίνησης.

Ο Νταλούκας είναι τόσο στόκος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντιληφθεί πως ο Χρονόπουλος ενδιαφέρεται, βασικά, για την ελληνική εκδοχή του φαινομένου και όχι για τους hippies γενικώς. Κι επειδή είναι έτσι ακριβώς, καθίσταται εντελώς γελοία και η υπερασπιστική γραμμή που κατεβάζει. Νταλούκα επειδή είναι εξακριβωμένο πως είσαι άσχετος σε πληροφορώ πως οι αμερικανοί hippies (και όχι… χίπιδες, καθότι χίπιδες ήταν μόνον οι Έλληνες!) ήταν από τους πρώτους στις αντιπολεμικές διαδηλώσεις για το Βιετνάμ (U.C. Berkeley Vietnam War Teach-ins τoν Οκτώβριο του ’65, Berkeley Vietnam Day Committee η αντιπολεμική μάζωξη του Jerry Rubin που πρωτοστατούσε στις σχετικές διαμαρτυρίες ήδη από το ’65, UCLA Teach-in της 25/10/1966 κ.λπ.), εν αντιθέσει με τους… έλληνες συναδέλφους τους που ασχολούνταν μόνο με… αγάπες και λουλούδια. Όπως είχε πει και ο Eric Burdon στον Αργύρη Ζήλο (Ήχος & Hi-Fi #189, 12/1988) αναφερόμενος στην εποχή (και στην Αμερική): «Ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν σε εξέλιξη και τουλάχιστον μπορούσες να λάβεις θέση και να πάρεις το μέρος της μιας ή της άλλης πλευράς. Ήταν ξεκάθαρες οι διαφορές».
Αν ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν το κρίσιμο σημείο, βάσει του οποίου διαχωρίζονταν οι προοδευτικοί από τους εγκληματίες/ πολεμοχαρείς στην Αμέρικα, στην Ελλάδα το σημείο καμπής ήταν ακόμη πιο ισχυρό, αφού εδώ υπήρχε συν τοις άλλοις και δικτατορία! Τα πράγματα, δηλαδή, ήταν απείρως πιο ξεκάθαρα, με αποτέλεσμα ο καθείς να μπορεί να κριθεί (και τότε, και σήμερα, και πάντα) από τις επιλογές του. Αντιαμερικανικά (εν σχέσει και με το Βιετνάμ) και αντιχουντικά αιτήματα και διαμαρτυρίες εξέφραζαν λοιπόν μόνον οι παράνομες οργανώσεις της Αριστεράς και όχι οι χίπιδες και οι ψυχεδελάδες, οι οποίοι απολάμβαναν της προβολής που τους παρείχε το καθεστώς (σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις κ.λπ.), την ώρα κατά την οποίαν «τα πουλιά της δυστυχίας», που έλεγε και ο Σαββόπουλος, σάπιζαν στις φυλακές από τα βασανιστήρια.
Έτσι, η ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος των hippies, που ήρθε μέσα από την επαφή του με το αντιπολεμικό κίνημα και την Νέα Αριστερά, εξέθρεψε, όπου εξέθρεψε, την ουσία της αντικουλτούρας. Μόνο στην Ελλάδα οι χίπιδες και οι ψυχεδελάδες δεν είχαν ουδεμία σχέση μ’ όλα τούτα. Είχαν καταπιεί τη γλώσσα τους και οι μόνοι οι οποίοι φώναζαν για το έγκλημα στο Βιετνάμ (και για όλα τα υπόλοιπα) ήταν, και πριν και κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, οι αριστερές ομάδες (άιντε και κάποιοι αναρχοκουλτουριάρηδες που είχαν δουλέψει στα νειάτα τους ακόμη και για την... Φρειδερίκη, βλ. Λεωνίδας Χρηστάκης). Με προμετωπίδα «Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός θα συντριβεί/ Ο λαός του Βιετνάμ θα νικήσει» κυκλοφορούσε ο Σπουδαστικός Κόσμος τον Γενάρη του ’67 (το περιοδικό θα το κλείσει η χούντα λίγους μήνες αργότερα, για να ξαναβγεί τον Νοέμβρη του ’74), παραδίδοντας τη σκυτάλη στον Ρήγα Φεραίο, την ΚΝΕ και τις υπόλοιπες (παράνομες) οργανώσεις μέσα στην επταετία πια. Για τι σκατά... ψυχεδελονεολαίους, χίπιδες και αηδίες συνεχίζει να μας τσαμπουνάει αυτός ο άχρηστος, ο απολογητής των φιλελέδων; Νεροκουβαλητές του Παπαδόπουλου ήταν όλοι αυτοί. Τους χρησιμοποιούσε και τους προέβαλλε το καθεστώς για να καθυποτάξει το αγωνιστικό, αντιδικτατορικό και προοδευτικό φρόνημα της νεολαίας. Αυτή είναι η αλήθεια και όποιος θέλει την ακούει. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν άρχισε να παίρνει τα πάνω του το φοιτητικό κίνημα (μετά την κατάληψη της Νομικής, τον Φλεβάρη του ’73), όλοι αυτοί, το ελληνικό ροκ, οι χίπιδες και οι ψυχεδελάδες, βαρέσανε διάλυση. Δεν ασχολιόταν κανείς μαζί τους. Μπορεί να γουστάρω ν’ ακούω «To φίλημα» (1970) των Sover Group, αλλά το κάνω δίχως να φαντασιώνομαι… ψυχεδέλειες και αντικουλτούρες. Απλώς μ’ αρέσει σ’ ένα επίπεδο αισθητικής (και μόνον έως εκεί).
Τσεκλένης Άνοιξη '73, λίγο πριν ξεκινήσουν να ράβουν τα αμπέχωνα...
Όταν ο Χρονόπουλος, για να επανέλθω, γράφει πως το… κίνημά των αποτελεί μάλλον διαμαρτυρίαν εναντίον της Εταιρείας Υδάτων… σε ποια Εταιρεία Υδάτων νομίζετε πως αναφερόταν, μήπως στην Εταιρεία Υδάτων του… Σαν Φρανσίσκο; Όταν γράφει παρακάτω πως δεν είδε κανένα χίπι και καμμιά χίπισα να… κάνουν διαδήλωσι διαμαρτυρίας, να υποβάλλουν αιτήματα, να κρατούν πλακάτ, να φωνάζουν να ωρύονται και να ζητούν να φύγουν οι Αμερικανοί από το Βιετνάμ και οι διαφημίσεις από την Τηλεόρασι… για ποια τηλεόραση τα έχωνε, για το NBC ή για το CBS; Ναι, είχε χεστεί για την αμερικάνικη TV… Και όταν περαιτέρω τονίζει… «Εξ άλλου, τι θα πη «κατεστημένο» εναντίον του οποίου λέγεται ότι στρέφονται οι αγωνισταί του χιππισμού; Κατά την επικρατούσαν ορολογίαν, ‘κατεστημένο’ ονομάζεται εις την νεωτάτην ελληνικήν το καθεστώς. Άραγε εναντίον αυτού στρέφονται οι αδελφοί χίππυς και οι αδελφές χίππισσες; Εάν είναι έτσι, το πράγμα αλλάζει. Διότι τότε, πολύ φοβούμαι ότι θα αυξηθούν οι τάξεις του σωτηρίου κινήματος του χιππισμού»ποιο είναι αυτό το καθεστώς, εναντίον του οποίου στρέφονταν (υποτίθεται) οι χίπηδες; Το αμερικανικό; Σιγά τα ωά… Αλλά ακόμη κι έτσι να ήταν, η έννοια «καθεστώς» δεν περιλαμβάνει πρώτον όλων, το ελληνικό;
Και τι μας κομίζει ως στοιχείο ενίσχυσης, των όσων βλακωδών υποστηρίζει, ο αστοιχείωτος Νταλούκας από την απέραντη (και διεθνή) hippie βιβλιογραφία; To αδιάφορο βιβλίο Χίππηδες και Κυνικοί [Ελεύθερη Βιβλιοθήκη Panderma, Αθήνα 1976] του… κυνικού Τζαίησον Ξενάκη, του θεωρητικού της αυτοκτονίας, ο οποίος γράφει περισσότερο για τους… γίπηδες (στα ελάχιστα που αναφέρει δηλαδή) παρά για τους… χίπιδες. Όποιος θέλει να ξεχάσει όσα έχει μάθει τόσα χρόνια για τους hippies τού προτείνω να διαβάσει το βιβλίο του Ξενάκη – κάπου θα το βρει, αφού έχει κάνει 5-6 εκδόσεις…

Όταν ο Νταλούκας αμολάει μπαρούφες του τύπου… «εγώ, θα γράψω, τέσσερα μόνο ονόματα από αυτούς που διαμόρφωσαν το ψυχεδελικό όνειρο: Jim Morrison, John Lennon, Jimi Hendrix, Joni Mitcell [πάρε κι ένα sic εδώ, όλο δικό σου]», που θα ταίριαζαν ταμάμ στους Μοντέρνους Ρυθμούς του ’68 (έως εκεί τον έχω από τον τρόπο γραφής του, δεν πάει με τίποτα για παρακάτω αφού γράφει σαν 14χρονος), εγώ θα μένω με την απορία πώς και γιατί δεν έχωσε ανάμεσα και τον Τόνι Σφήνο… 
Αφιερωμένο μέχρι τέλους…

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

VILLA 21 ανέκδοτες ηχογραφήσεις

Το «σκάψιμο» καλά κρατεί. Έτσι, ένα άλμπουμ με ανέκδοτο υλικό των Villa 21 από τα χρόνια του ’80 (το 1988 πιο συγκεκριμένα) δεν πρέπει να μας παραξενεύει – από τη στιγμή κατά την οποίαν ανακαλύπτονται π.χ. ανέκδοτα τραγούδια των Forminx από το 1965. Η δουλειά των συγκροτημάτων (ή, μάλλον, μία από τις δουλειές τους) αυτή ήταν, είναι και θα είναι. Να μπαίνουν στα στούντιο δηλαδή και να ηχογραφούν όσο περισσότερο μπορούν, αφού το ν’ ακούς τις μουσικές σου σε βοηθάει πάντα να βελτιώνεσαι και να γίνεσαι καλύτερος. Όπως γράφουν, σήμερα, οι Villa 21 (σε πρώτο πληθυντικό) στο inner sleeve του άλμπουμ τουςVoodoo Baby/ The Unreleased DamnedSessions [Dia de los Muertos/ Smash, 2014]:
«Το 1988 ήταν μια καλή χρονιά για τους Villa 21. Είχαμε το “Electric Poisson” να έχει κυκλοφορήσει λίγους μήνες πριν, συμμετοχές σε συλλογές, καθώς και πολλές συναυλίες σε όλη την Ελλάδα. Τον Ιούνιο του ’88 βγήκαμε για πρώτη φορά εκτός συνόρων, κάτι σπάνιο εκείνον τον καιρό, συγκεκριμένα στη Βιέννη, όπου το set που παρουσιάσαμε περιείχε και πολλά καινούργια κομμάτια που δουλεύαμε και είχαμε σχεδόν έτοιμα. Έτσι, τον Ιούλιο που είχαμε επιστρέψει και ήμασταν σαν καλολαδωμένη μηχανή, αποφασίσαμε ότι το timing ήταν καλό για ηχογράφηση. Κατ’ ευθείαν λοιπόν στο Blue Moon, το studio του Χρήστου “Snake” Μανωλίτση, έναν χώρο στον οποίο αισθανόμασταν πολύ άνετα, για να γράψουμε τα 4 κομμάτια που ήταν πιο έτοιμα και θα αποτελούσαν την επόμενη κυκλοφορία μας στην Wipe Out, το EPHouse of the Damned”. Την πρώτη μέρα, στις 9 Ιουλίου, που γράφαμε τις βάσεις, το session πήγε τόσο καλά ώστε είχαμε τελειώσει ως το απόγευμα. Όμως όλοι μας είχαμε διάθεση να συνεχίσουμε το πάρτυ, οπότε η ιδέα που έπεσε, να εκμεταλλευτούμε τα στημένα μικρόφωνα και να ηχογραφήσουμε live τα υπόλοιπα καινούργια κομμάτια, μας βρήκε όλους σύμφωνους. Έτσι το βράδυ που φύγαμε είχαμε στα χέρια μας μια demo κασέτα με 6 κομμάτια (4 δικά μας και 2 διασκευές) για ιδιωτική χρήση. Αυτή η κασέτα είναι το υλικό του άλμπουμ αυτού. Τα 4 δικά μας κομμάτια ξαναηχογραφήθηκαν 2 χρόνια μετά για το “Hellucinations”. Από τις διασκευές το “Hey Joe” δεν εμφανίστηκε πουθενά, ενώ μια άλλη version του “Long way to go” από την ίδια μέρα, μπήκε σε μια συλλογή της Munster Records στην Ισπανία. Έτσι λοιπόν, το υλικό αυτό, μαζί με το “House of the Damned”, αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο το πάρτυ της 9ης Ιουλίου 1988 στο Blue Moon. Μαζί μας ήταν ο φίλος μας Jim Spliff, μόνιμος ηχολήπτης στα live και με μεγάλη συμμετοχή στον ήχο μας γενικότερα, όπως επίσης και ο manager μας ο ‘παντοδύναμος’ John Itchoubick (aka Driver). Είπαμε, το 1988 ήταν μια καλή χρονιά για τους Villa 21».
Έβαλα και ξανάκουσα μετά από 24 χρόνια (είμαι σίγουρος γι’ αυτό!) τα τέσσερα τραγούδια του “Hellucinations” [Penguin, 1990], που υπάρχουν και στο τωρινό “Voodoo Baby” και μπορώ να πω –μετά από μερικές παράλληλες ακροάσεις– πως προτιμώ τις εκτελέσεις του παρόντος, επειδή είναι πιο σκληρές/γκαραζωτές, πιο Stooges-ικές δηλαδή (και όχι τόσο «σκοτεινές» και «μεταλλικές»), με το συγκρότημα να σκορπάει ρίγη ρυθμικού πανικού (Άντα Λαμπάρα ρυθμική κιθάρα, Αντρέας Παπαδόπουλος μπάσο, Μπάμπης Δαλίδης ντραμς) και με τον Κώστα Ποθουλάκη να ωρύεται και να στριγγλίζει βγάζοντας… υψίσυχνα. Μου αρέσουν περαιτέρω τα φωνητικά «γεμίσματα» με τα chorus vocals, κάτι που γινόταν όλο και πιο συχνά στην μετα-Creep εποχή των Villa 21, συνειδητοποιώντας, συγχρόνως, γιατί το φερώνυμο “Voodoo baby” είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια τους, εφάμιλλο του “Bad luck”, του “(The land where the) sun never shines” και του “Blackout baby” (αν και το ίδιο μπορώ να ισχυριστώ και για το “Moonwhited room”). Επισημαίνω δηλαδή το γεγονός πως ακούω το LP Voodoo Baby” ως συνέχεια του… φοβερού “Electric Poison” [Wipe Out!, 1987] και ως επέκταση του… τρομερού “House of the Damned E.P.” [Wipe Out!, 1988] βρίσκοντας το γκρουπ, σε τούτες εδώ τις εγγραφές, εξ ίσου απολαυστικό και… θανατηφόρο. Κάτι το οποίον καταδεικνύεται και από τα δύο covers του “Voodoo Baby”, του “Long way to go” –από το “Love It to Death” [Warner Bros., 1971] του Alice Cooper–, στο οποίον οι Villa 21 ανταποκρίνονται ασμένως, και βεβαίως του μεγαλιθικού “Hey Joe” με τους έλληνες ροκάδες να ρολάρουν μεγαλοπρεπώς προσφέροντας μια «βαθιά» όσο και αποκαλυπτική διασκευή, και με τον Ποθουλάκη ν’ ακούγεται απολύτως πειστικός (καθιστώντας τα «τραβηγμένα» φωνητικά του σε απόρθητο «σήμα κατατεθέν» – δικό του και του συγκροτήματος). Και το γράφω τούτο, δίχως να παραγνωρίζω, εννοείται, την προσφορά των υπολοίπων (Λαμπάρα, Παπαδόπουλος, Δαλίδης), που κρατούν γερά τον θορυβώδη ρυθμικό τους ρόλο.
Οι Villa 21 υπήρξαν ένα σημαντικό ελληνικό συγκρότημα που βελτιωνόταν συνεχώς μέσα στην δεκαετία του ’80 (το έλεγαν και οι ίδιοι αυτό σε παλαιές συνεντεύξεις τους), κατορθώνοντας προς το τέλος των eighties να παίζουν ένα παθιασμένο, σκληρό, βαρύ και πυρακτωμένο rock nroll, το οποίον 25 χρόνια μετά δεν έχει χάσει ίχνος από τη δύναμή του. Απεναντίας στέκεται και τώρα ψηλά, πολύ ψηλά, με διάφορα ελληνικά γκρουπ να πατάνε, σήμερα, στα δικά του(ς) χνάρια. Κάτι που το λαμβάνω και ως μια δικαίωση (ας το πω έτσι) όχι μόνο για τους Villa γενικώς, αλλά και για τον πρόωρα χαμένο Κώστα Ποθουλάκη ειδικότερα.
Τριακόσιες τριάντα κόπιες, «χτυπημένες» σε 180άρι βινύλιο, για όσους πιστούς…
Επαφή: www.smashrecords.gr