Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΜΑΡΙΑ ΜΗΤΣΟΡΑ περί underground κ.λπ.

Διαβάζοντας την συνέντευξη της συγγραφέως Μαρίας Μήτσορα στην Ευγενία Μίγδου, στην τελευταία Athens Voice (#473, 13-19/3/2014), επιβεβαίωσα, για ακόμη μία φορά, κάτι που έχω υποστηρίξει και παλαιότερα στο δισκορυχείον. Ένας συνεντευξιαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να θυμάται με το νι και με το σίγμα τι συνέβαινε πριν από 30 ή 40 χρόνια. Εκείνος ο οποίος υποχρεούται να «θυμάται» είναι ο δημοσιογράφος, ο οποίος με τις σωστές τοποθετήσεις του θα βοηθήσει τον άνθρωπο που έχει απέναντί του να θυμηθεί. Τούτο, βεβαίως, προϋποθέτει ψάξιμο, ενασχόληση, πραγματικό ενδιαφέρον και όχι ξεπέτα. Η Ευγενία Μίγδου αρέσκεται σε άρθρα-συνεντεύξεις που αφορούν σε πρόσωπα του λεγόμενου ελληνικού ή αθηναϊκού underground (δεν συμφωνώ με τον τρόπο που χρησιμοποιείται ο όρος, απλώς τον υιοθετώ για να συνεννοούμαστε), καθώς έχει ήδη γράψει, πλην της Μήτσορα, για τους εικαστικούς Νίκο Λυμπερόπουλο και Αλέξη Ταμπουρά, για τον ποιητή Σπύρο Μεϊμάρη κ.ά. Μπορεί, λοιπόν, η Μίγδου να παρουσιάζει… «κυρίως, θέματα σχετικά με την κουλτούρα, τον πολιτισμό και ενίοτε την πολιτική» (όπως αναφέρει στο βιογραφικό της), όμως, όσον αφορά στην κουλτούρα και τον πολιτισμό, δεν τα έχει ψάξει και τόσο τα πράγματα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κρίνει αν εκείνο που ακούει είναι έτσι ή αλλιώς. Ρωτάει κάποια στιγμή η Μίγδου την Μαρία Μήτσορα: «Το πρώτο βιβλίο το έγραψες μετά τα 30. Πότε κατάλαβες ότι θα γινόσουν συγγραφέας;». Και η απάντηση: «Πριν τα 30 δεν έγραφα, πάντα όμως είχα μαζί μου ένα τετράδιο και ένα στυλό. Μπορεί να έγραφα για έναν ολόκληρο χρόνο την ίδια φράση: ΑΥΡΙΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΘΑ ΦΥΓΩ. Σα να το ήξερα πάντα πως κάποτε αυτό θα έκανα. Άρχισα εντελώς παρεΐστικα. Μας ζήτησαν να γράψουμε για το ‘ΣΗΜΑ’ (τευχ. 9, Η Σκηνή) και έγραψα ένα διήγημα. Άρεσε σε κάποιους άλλους στο ‘ΤΡΑΜ’, οπότε ακολούθησε ένα δεύτερο και αμέσως μετά ένα τρίτο για τον ‘ΚΟΥΡΟ’, που μου ζήτησε ο Χρηστάκης. Υπήρξε μια ζήτηση και ακολούθησαν τα επόμενα. Αλλά το πρώτο ήταν απλώς για να συμμετέχω στο ΣΗΜΑ’, όχι επειδή νόμιζα ότι θα γίνω συγγραφέας».
Η Μαρία Μήτσορα εμφανίστηκε στα γράμματα, όπως λέμε, το 1971 όταν ήταν 25 ετών, μ’ ένα διήγημά της στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Κούρος (Μάης 1971), τέσσερα χρόνια πριν καταστεί, και αυτή, μέλος της «Σκηνής», στέλνοντας κείμενά της στο Σήμα. Άρα, όχι απλώς έγραφε πριν τα 30 της, αλλά δημοσίευε κιόλας. Περαιτέρω, η Μήτσορα θυμάται τις παρουσίες της στα περιοδικά Σήμα, Τραμ και Κούρος (υπάρχει και κάτι ακόμη), αλλά μου προξενεί εντύπωση το γεγονός πως αναφέρεται στον Κούρο ως ένα τρίτο στην σειρά έντυπο, στο οποίο δημοσίευσε διήγημά της. Μάλιστα, παλαιότερα, σε μια παρουσίαση-συνέντευξή της στην LiFO (9/5/2013) και στον Θοδωρή Αντωνόπουλο, η ίδια η συγγραφέας εμφάνιζε το Σήμα, το τεύχος αφιέρωμα Η Σκηνή (με το οποίο είχαν υπάρξει ντράβαλα), ως περιοδικό των τελών της δεκαετίας του ’70 – άρα να υποθέσω πως και τον Κούρο κάπου εκεί θα τον τοποθετεί έχοντάς τον (σήμερα) ως «τρίτο» στη σειρά. «Μας έτρεχαν στα δικαστήρια» λέει η Μήτσορα στη LiFO «για ‘προσβολή της δημοσίας αιδούς’. Κάτι που φοβούνταν και στο περιοδικό ‘Αμφί’, κι επειδή άλλος πρόθυμος δεν βρισκόταν, μπήκα εγώ τον πρώτο χρόνο υπεύθυνη έκδοσης, ώσπου ανέλαβε ο αείμνηστος Λουκάς Θεοδωρακόπουλος». Μπορεί το Σήμα να διώχθηκε, να δικάστηκε και να αθωώθηκε για παράβαση του νόμου περί Τύπου (για κάποιες ομοφυλοφιλικές φράσεις-νύξεις στο διήγημα του Τάσου Φαληρέα Και το τραίνο έτρεχε όλη νύχτα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 9 και θεωρήθηκαν άσεμνες είναι για να γελάει κανείς σήμερα, αλλά τότε ήταν 1975 και ’76 και ’77), όμως με το Αμφί δεν συνέτρεχαν ακόμη αντίστοιχοι λόγοι. Η Μήτσορα μπήκε υπεύθυνη του πρώτου-πρώτου τεύχους (Περίοδος Α), την άνοιξη του 1978, επειδή οι δύο βασικοί υπεύθυνοι του περιοδικού, ο Αντρέας Βελισσαρόπουλος και ο Λουκάς Θεοδωρακόπουλος, είχαν αρπαχτεί. Να τι λέει ο μακαρίτης ο Θεοδωρακόπουλος (όπως αναδημοσιεύει και η LiFO την 2/2/2013): «(…)Όπως ήταν φυσικό τσακώθηκα άγρια με το Βελισσαρόπουλο και νιώθοντας πως είχα χρησιμοποιηθεί απαράδεκτα, και μάλιστα από ένα συναγωνιστή μου, αρνήθηκα να βάλω τ’ όνομα μου ως υπεύθυνος στα πρώτα τεύχη του ΑΜΦΙ, αναγκάζοντάς τον ν’ αναζητήσει κάποιους άλλους. Έτσι προέκυψε η κυρία Μήτσορα, που προφανώς ήταν φίλη του και η οποία βέβαια δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτή την υπόθεση. Χρειάστηκε να περάσει καιρός για να συνέλθω απ’ αυτή την ιστορία και να πάρω τη θέση που μου ανήκε στο περιοδικό». (Δεν χρειάζεται να πω πως ο Αντωνόπουλος όταν άκουγε την Μήτσορα αδυνατούσε να βάλει κάποια πράγματα σε τάξη – ούτε την συνέντευξη του Θεοδωρακόπουλου, που είχε αναδημοσιεύσει τρεις μήνες νωρίτερα η LiFO, δεν είχε διαβάσει, ή έστω δεν είχε επεξεργαστεί).
Εν τέλει προκύπτει θέμα. Βγαίνουν άνθρωποι συνεχώς και γράφουν για τους εν λόγω καλλιτέχνες, λογοτέχνες, ποιητές κ.λπ. του λεγόμενου ελληνικού ή αθηναϊκού underground, δίχως να έχουν ψάξει τίποτα. Ό,τι αρπάξει το αυτί ή το μάτι τους από ’δω κι από ’κει. Μάλλον δεν το αγαπούν και τόσο αυτό που κάνουν. Δεν ενδιαφέρονται κατά βάθος. Μούρη πουλάνε. Γιατί δεν γράφουν για τους σημερινούς λογοτέχνες και εικαστικούς; Σε λιγότερες λούμπες θα πέσουν... 
Το να γράφει η Μίγδου… «‘Λεκτική’, σε πνευματική εγρήγορση, με αιχμή και χιούμορ, και με μια πεντακάθαρη φωνή, εύκολα μεταμορφώνεται σε Χαλιμά και οι ιστορίες από τη ζωή και τα βιβλία της συμπλέκονται, καθώς διαδέχονται η μια την άλλη, ώσπου στο τέλος γίνονται μία. Η Μήτσορα έχει τη δύναμη κι ένα δικό της τρόπο να πλάθει τον κόσμο από την αρχή»δεν διακινδυνεύει απολύτως τίποτα. Απλώς, γεμίζει τον τόπο με… φιλολογικούρες. Εκεί όπου πρέπει να παρέμβει, τοποθετώντας τα πράγματα σε μια βάση, ώστε να βοηθήσει τον αναγνώστη της να καταλάβει τι συνέβαινε κάποτε, δεν το κάνει – προφανώς γιατί δεν μπορεί. Μάλιστα, παρακάτω, υιοθετεί και το όρο «Σκηνή» αγνοώντας πώς προέκυψε η συγκεκριμένη ταμπέλα. Ποιανού ιδέα ήταν. Τζαναμπετισμός και αδιαφορία.
Πριν η Μαρία Μήτσορα κυκλοφορήσει το πρώτο βιβλίο της, το Άννα Να Ένα Άλλο [Άκμων, Αθήνα Οκτώβριος 1978], είχε παρουσιάσει διηγήματα και μεταφράσεις της σε τέσσερα διαφορετικά έντυπα. Αυτό αναφέρεται ήδη (όχι με λεπτομέρειες) στο βιογραφικό που υπάρχει στο οπισθόφυλλο της έκδοσης του Άκμονα εκεί όπου διαβάζουμε: «Η Μαρία Μήτσορα γεννήθηκε στην Αθήνα το Μάιο του 1946. Γράφει πεζά. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί στον ‘Κούρο’, στο ‘Τεύχος-Σκηνή’, στο ‘Τραμ’ και στο ‘Χρονικό ’77’. Το ‘Άννα Να Ένα Άλλο’ είναι το πρώτο της βιβλίο. Σήμερα ζει στην Αθήνα». Ο Λεωνίδας Χρηστάκης στο κείμενό του Μαρία Μήτσορα ένας θηλυκός ιέραξ, που δημοσιεύτηκε στο Ιδεοδρόμιο (τεύχος 31, 23/7/1979) γράφει πως η συγγραφέας «γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 του Νοέμβρη του 1946 και όχι το Μάη του 1946, όπως αναφέρεται στο βιβλίο των εκδόσεων ‘Άκμων’, από λάθος – όπως λέει η ίδια», ενώ και το «Τεύχος-Σκηνή» είναι σωστό να το λέμε… περιοδικό Σήμα / αφιέρωμα Η Σκηνή. Έτσι, λοιπόν, διηγήματα και μεταφράσεις της Μαρίας Μήτσορα, πριν την κυκλοφορία του Άννα Να Ένα Άλλο δημοσιεύτηκαν στα εξής έντυπα:
1. Κούρος, Μάης 1971. Το δεύτερο τεύχος του περιοδικού περιλαμβάνει το διήγημά της Ποσοστό Συμμετοχής.
2. Σήμα, #9, Σεπτέμβρης 1975. Περιλαμβάνεται το διήγημα Ο Μαγευτικός Φακός, καθώς κι ένα μεταφρασμένο απόσπασμα του βιβλίου του Norman O. Brown Life Against Death (κεφάλαιο XVFilthy Lucre”)
3. Τραμ, #5, Μάης 1977. Περιλαμβάνεται το διήγημα Σε πήρε κάποιος Αντώνης
4. Χρονικό ’77/ γράμματα-τέχνες [ΩΡΑ, Αθήνα 1977]. Περιλαμβάνεται το διήγημα Το ξαφνικό δωμάτιο.
5. Τραμ, #9, Μάης 1978. Περιλαμβάνεται το διήγημα Ο Πυράκανθος και το Σκοτάδι. 
Και τα πέντε διηγήματα συμπεριλήφθηκαν το 1978 στην έκδοση του Άννα Να Ένα Άλλο, βιβλίο το οποίον επανατυπώθηκε από τον Πατάκη το 2007. Μάλιστα, όπως διάβασα στο δίκτυο (στο blog του Γιώργου Αράγη) στην καινούρια έκδοση (Άννα, να ένα άλλο) που είναι αναθεωρημένη, έχοντας μάλιστα και… διαφορετικό τίτλο (όση διαφορά, δηλαδή, μπορεί να στοιχειοθετήσει ένα κόμμα… και μπορεί), τα διηγήματα του βιβλίου δεν είναι οκτώ, αλλά έξι. Έχουν απαλειφθεί (προφανώς από την συγγραφέα) τα Δώδεκα μάσκες έχει ο χρόνος και Η πρώτη μέρα έξω. Δεν μπορώ να γνωρίζω υπό ποίο σκεπτικό αφαιρέθηκαν τα συγκεκριμένα διηγήματα, όμως το Η πρώτη μέρα έξω είναι ένα σύντομο, εντελώς παραισθητικό αφήγημα, από τα ελάχιστα, εξάλλου, που θα μπορούσε να ενταχθούν σε μία (ελληνική) ψυχεδελική ανθολογία…
«(…)Έξω, στο φως που είχε αλλάξει μού φάνηκε πως κάτι ξανάβλεπα κι έβγαινα χωρίς να είμαι κοιμισμένη σ’ ένα όνειρο που κάποιος Κώστας είχε δει αρκετές φορές στον ύπνο του… Στις αρχές του 1967 – όταν το υδραυλικό ρολόι υπήρχε ακόμα στην κορυφή του Λυκαβηττού είχα βρει μία καλή δουλειά κι έκανα θελήματα σ’ ένα τάφο. Ένα απογευματάκι όμως φορτωμένη τρεισήμισι κιλά παστέλι παίρνει το μάτι μου ένα μεγάλο πένθιμο σύστημα στον παραδιπλανό τάφο. Στρίβω να φύγω και από έναν τρίτο εκεί μόλις πέφτει απάνω μου το τηλεσιχαμένο μάτι του μπαίνει σ’ ενέργεια ένα μεγάλο πράσινο σύνθημα κι αρχίζουν οι ασυναρτησίες: Χρυσάνθεμα όλοι/ Την ώρα υάκινθος/ Τράπουλες Ιωνίας. Έφυγα τρέχοντας από την κατάθλιψη κι έχασα τη θέση μου, κράτησα όμως τις αισθήσεις μου και τους την έφερνα γιατί καθώς κατρακυλούσα και σκιζότανε το πόδι μου γύριζα και φώναζα Ε! Γύφτικο Σκεπάρνι τι κάνεις έτσι για τη θέα; Αυτή η πλαγιά είναι τσόχινη, φυτρώνουνε κάτι χαρτοπαίκτες! Αστράφτουν τα μανικέτια τους. Ψηλά τα χέρια το ’χασες το παιχνίδι(…)».
Η δημοσιογράφος αποκαλεί την Μαρία Μήτσορα «ιέρεια του underground» – πρόκειται για έναν λεκτικό ογκόλιθο (εννοώ «τούβλο»), που δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Και η ίδια η Μήτσορα δεν φαίνεται να πολυγουστάρει τον χαρακτηρισμό καθώς την παρακολουθούμε να λέει: «Λειτουργούσε τότε (σ.σ. στα seventies) και μια εξιδανίκευση, έψαχνε κανείς την ιδιαιτερότητα. Σήμερα, η εξιδανίκευση συστηματικά καταργείται. Προβάλλεται μια χρυσή τομή και το θέμα είναι να ταυτιστείς. Τώρα βέβαια έγινε της μόδας το underground, και μένα με τα χρόνια μού κόλλησαν την ετικέτα ‘ιέρεια του underground’». Φυσικά κι έγινε «της μόδας». Τι σόι underground είναι αυτό, το οποίο βρίσκει διαρκώς χώρο στα περιοδικά ποικίλης ύλης (όπως είναι τα free press) δίπλα στις ψαροταβέρνες, στις hot lines, στις διαφημίσεις τραπεζών, στους σκεϊτάδες, στους αστρολόγους και σε άλλα διάφορα «φρούτα», μα τω θεώ, δεν μπορώ να το καταλάβω
Στη συνέντευξη τής Μήτσορα στην LiFO (9/5/2013) διαβάζουμε: «‘Underground’ συγγραφέας ναι, υπήρξα, beat πάλι όχι. Δεν είχαμε πραγματικούς beat λογοτέχνες στην Ελλάδα, με εξαίρεση ίσως τον φίλο μου Σπύρο Μεϊμάρη. Το underground εδώ εξελίχθηκε διαφορετικά από ό,τι έξω, ήταν κυρίως μια αντίδραση στη χούντα. Η επανάσταση που οραματιζόταν η παρέα μου τότε –ο Μεϊμάρης αλλά και οι Ακριθάκης, Πουλικάκος, Κουτρουμπούσης, Δενέγρης, Μοροζίνης… –, ήταν καταρχάς αισθητική».
Όταν η Μήτσορα λέει πως «το underground εδώ εξελίχθηκε διαφορετικά απ’ ό,τι έξω» επί της ουσίας είναι σαν να υποστηρίζει πως δεν υπήρξε underground στην Ελλάδα, αφού δεν είναι δυνατόν το underground να «διαβάζεται» αλλιώς σε κάθε χώρα (δεν μπορεί, δηλαδή, να αλλάζουν οι βασικές δράσεις και επιδιώξεις του). Το λέω γιατί, αν το underground, ως κίνημα, είχε ορισμένους στόχους και κάποια χαρακτηριστικά στην Αμερική πρώτα-πρώτα (εκεί όπου εμφανίστηκε), πρεσβεύοντας την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας με άξονα την κουλτούρα, διαθέτοντας αριστερό και αντι-ιμπεριαλιστικό αγωνιστικό πνεύμα, ένα πνεύμα δηλαδή που προέκρινε πλήθος (έκνομων) πράξεων και δραστηριοτήτων, στην Ελλάδα εκείνο που ονομάστηκε underground ήταν μία υποτιθέμενη εγώ θα πω (και ας με συγχωρήσει η συγγραφέας) αντίσταση στη χούντα, η οποία παρέμεινε στο επίπεδο του φλοιού, δίχως να την πάρει ποτέ κανείς χαμπάρι (την υποτιθέμενη αντίσταση) πέραν μιας μικρής παρέας. Γιατί, αν η αντίθεση προς το δικτατορικό καθεστώς θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει, από τη φύση της, μία από τις βάσεις του εγχώριου underground, ποιος ο λόγος να μην χαρακτηρίσω ως underground την Αριστερά της εποχής (και όχι ας πούμε την «Σκηνή» με τις αισθητικές ανησυχίες της), που εναντιωνόταν πραγματικά στην χούντα; Θέλω να πω δηλαδή πως η Μήτσορα σωστά συσχετίζει την ύπαρξη ενός εγχώριου underground με την αντίσταση στο καθεστώς των Συνταγματαρχών, αλλά, από την άλλη, όταν λέει πως… «μέχρι τα 17 έκλινα προς το να γίνω παραδοσιακά αριστερή, κάτι με φώτισε όμως μετά, ότι είχα πέσει στην αντίληψη του Στάλιν και θα με έστελνε κι εμένα για λοβοτομή» επί της ουσίας αρνείται (ή αν δεν αρνείται, τότε φάσκει και αντιφάσκει) τον φύσει και θέσει αγωνιστικό ρόλο της τότε Αριστεράς (σταλινικής, μαοϊκής, τροτσκιστικής, ανανεωτικής, αναρχικής ή όποιας άλλης), που και παράνομη ήταν, και αγωνίστηκε, ενίοτε με αυταπάρνηση, ενάντια στο καθεστώς, και την αισθητική (των τραγουδιών του παράνομου Θεοδωράκη πρώτα-πρώτα) χρησιμοποίησε για να αλλάξει την ροή των πραγμάτων (ήταν underground δηλαδή από πάσα κατεύθυνση). Γιατί, πώς να το κάνουμε… αιμορραγούσες πληγές μπορεί να ήταν και ο Lou Reed και ο Frank Zappa, αλλά πρώτα-πρώτα για την πατρίδα τους. Όπως έγραφε και ο Μίκης Θεοδωράκης στην Μουσική για τις Μάζες [Ολκός, Αθήνα 1972] εντάσσοντας την ελληνική περίπτωση μέσα στο παγκόσμιο ζητούμενο: «Είναι φυσικό η σύγχρονη παγκόσμια ‘μυθολογία’ να στηρίζεται πάνω στα κορυφαία ιστορικά γεγονότα της εποχής μας: Κούβα, Βιετνάμ, Μέση Ανατολή, το κίνημα των Νέγρων, το κίνημα Ειρήνης (ιδιαίτερα μέσα στις ΗΠΑ), τον Λουμούμπα, τον Λούθερ Κινγκ, τον Τσε. Για μας τους Έλληνες, ξέχωρα απ’ αυτά τα διεθνή γεγονότα, υπάρχουν οι αποκλειστικά δικές μας πικρές ιστορικές εμπειρίες και η δική μας εθνική μυθολογία που, φυσικά, βρίσκεται σε πλήρη ιστορική αντιστοιχία με τη σύγχρονη παγκόσμια μυθολογία. Έτσι ώστε (και) τα δικά μας τα γεγονότα να απηχούν το γενικό κλίμα της εποχής μας, που το χαρακτηρίζει η σκληρή, επώδυνη αλλά κοσμογονική πάλη όλων των λαών της γης για την κατάκτηση της Ελευθερίας σε όλες της τις εκδηλώσεις, μορφές και επίπεδα». Το ότι, τώρα, μπορεί να υπήρχαν και ορισμένοι (να μην τους πω «λοβοτομημένους», γιατί δεν θέλω να μετέρχομαι αφορισμών), που άκουγαν Velvet Underground π.χ., ή την έψαχναν με την ντρόγκα και τις ανατολίτικες θρησκείες και δοξασίες αποκομμένοι από τον κοινωνικό ιστό (το underground δρα εντός της κοινωνίας και όχι στο περιθώριό της) –όταν η Αθήνα σειόταν από τα τραγούδια του (παράνομου) Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου, του Ξυλούρη και του Καμπανέλλη– νομίζοντας, έτσι, πως πήγαιναν κόντρα στη χούντα αυτό είναι ένα ζήτημα-πρόβλημα. Όταν ο Τάσος Φαληρέας έχριζε underground την Σωτηρία Μπέλλου (κάτι εντελώς άστοχο βεβαίως) στη Μουσική Γενιά (#2, 12/2/1972) το έπραττε από τον διακαή πόθο του να προσδώσει στο underground μία ελληνική διάσταση. Οσμιζόμενος δηλαδή το τέλμα του rock αντικαθιστούσε τον Lou Reed με τον... Στράτο Διονυσίου. Είναι το ίδιο, πάνω-κάτω, που είχε πει και ο Σαββόπουλος σε μια συνέντευξή του στον Σχολιαστή (#6, 9/1983) βλέποντας κι εκείνος την rock κατάντια πια: «Τέτοια σπουδαία πράγματα όπως το ροκ, δεν είναι εύκολο να συνεχίσουν, παρά μόνο όταν κατά τη γνώμη μου συναντηθούν με μια μεγάλη διαχρονική παράδοση που να μπορεί να τα υποδεχθεί και να τα καταστήσει δυνατά, ακόμα και πέραν της νεανικότητάς τους. Αλλά τέτοια παράδοση δεν νομίζω ότι υπάρχει στη Δύση».
Έτσι, όταν το rock στην Αμερική διαχεόταν στην μπάντα των FM, στην Ελλάδα επιβίωνε (όχι ο τύπος, αλλά κάτι από την ουσία του) μέσα από την συνάντησή του με την λαϊκή παράδοση· όχι ως μουσικό underground βεβαίως, αλλά ως ένα νέο τραγούδι που θα μπορούσε να ξαναμαζέψει τα πλήθη στο… περιβόλι του Διονύσου. «Τι κι αν είσ’ απ’ τη Λιβύη/ εργατάκι και φτωχό/ πιάσ’ το νταχτιρντί ταξίμι/ να κομπλάρει ο Ανταμό»… Τέλος πάντων… Είμαι της γνώμης πως μέσα στα χρόνια πρέπει να αμβλύνονται οι διαφορές μας και όχι να ισχυροποιούνται. Πρέπει να βρίσκονται τρόποι ώστε να συνεννοούμαστε.
Η Μαρία Μήτσορα, για να επανέλθω, είναι από τις αγαπημένες μου ελληνίδες συγγραφείς. Ίσως η πιο αγαπημένη. Τρέφω ιδιαίτερο σεβασμό για το έργο της. Πώς να το πω αλλιώς; Μου αρέσει! Η Σκόρπια Δύναμη [Οδυσσέας, Αθήνα 1982] είναι εξαιρετικό βιβλίο – ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της νεο-νεοελληνικής λογοτεχνίας μας. Διάβαζα, διαβάζω και πάντα θα διαβάζω την Μήτσορα ως μία πολύ πρωτότυπη, εντελώς «προσωπική» και ανάδελφη περίπτωση των ελληνικών γραμμάτων – όχι, όμως, ως underground.

8 σχόλια:

  1. μια χαρα ήταν το 75, τώρα τι γίνεται?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. …βράζει, αλλά δεν χύνεται...

      Τώρα οι δημοσιογράφοι αντί να ελέγχουν την εξουσία, κάνουν κόμμα για να εξουσιάσουν. Όσο να ’ναι υπάρχει πρόοδος…

      Διαγραφή
  2. ...μεταμοντερνο underground δηλαδη ο ευκολοτερος τροπος να δολοφονησεις τα πραγματα εξισωνοντας τα ολα και βαζοντας τα ολα μαζι σε ενα εντυπο.
    Πολυ κακη η υπηρεσια που προσφερουν ολοι αυτοι.
    Προτιμω την κακογουστια ειναι πιο αθωα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κάποτε ένας φίλος (καλή του ώρα) μού έλεγε… πάμε μωρέ σε κανα σκυλάδικο ν’ ακούσουμε λίγο ροκ. Ξέρεις, ήταν μια αντίδραση προς τη ροκίλα που κατέκλυζε τα πάντα (και τους άσχετους). Κι εμένα μ’ αρέσει η «κακογουστιά», όταν δεν γίνεται εξώφυλλο…

      Διαγραφή
  3. Τι σόι underground είναι αυτό, το οποίο βρίσκει διαρκώς χώρο στα περιοδικά ποικίλης ύλης (όπως είναι τα free press) δίπλα στις ψαροταβέρνες, στις hot lines, στις διαφημίσεις τραπεζών, στους σκεϊτάδες, στους αστρολόγους και σε άλλα διάφορα «φρούτα», μα τω θεώ, δεν μπορώ να το καταλάβω.

    Ε, τι είναι δύσκολο να καταλάβεις; Το ότι μπορεί ένα lifestyle έντυπο ή και ένα μεσημεριανάδικο να κάνει ένα αφιέρωμα σε κάποια underground φιγούρα, ανάμεσα στα 1000 αφιερώματα που κάνει σε μοντέλα και ξέκωλα και σταρ κλπ, δεν σημαίνει ότι το underground έγινε mainstream.

    Ούτε η Μητσορα θα αντικαταστήσει μεθαύριο τη Μενεγάκη στο πρωϊνάδικο της, ούτε ο Πιλαλί θα παίζει με τον Παντελίδη στην παραλιακή...

    Και στο εξωτερικό άλλωστε αυτό συμβαίνει: underground φιγούρες παρουσιάζονται που και που, ως εξωτικά φρούτα, από mainstream και lifestyle μέσα ― δίνουν μια ποικιλία στο αναγνωστικό κοινό, ότι και καλά καλύπτουν και κάτι έξω από τα συνηθισμένα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. >>Ε, τι είναι δύσκολο να καταλάβεις;<<
      Όχι, καθόλου.
      >>Και στο εξωτερικό άλλωστε αυτό συμβαίνει:<<
      Δεν αλλάζει τίποτα.

      Διαγραφή
  4. όταν η Αθήνα σειόταν από τα τραγούδια του (παράνομου) Θεοδωράκη, του Μαρκόπουλου, του Ξυλούρη και του Καμπανέλλη– νομίζοντας, έτσι, πως πήγαιναν κόντρα στη χούντα αυτό είναι ένα ζήτημα-πρόβλημα.

    Γιατί, τάχα όσοι ακούγανε Θοωδρωράκη και Ξυλούρη πήγαιναν «κόντρα στη χούντα»; Σιγά την αντίσταση. Εδώ φτάσαμε να λέμε ότι αντίσταση έκανε και ο Ντουνιάς με τον «Ταρζάν» βέβαια...

    Μικρή ήταν η όντως αντίσταση στη Χούντα και χρονικά και ποσοτικά. Το 99% όσων άκουγαν τα παραπάνω δεν έκαναν και τίποτα περισσότερο από όσους άκουγαν Λου Ρηντ από αυτή την άποψη.

    Και βέβαια αμέσως μετά τη Χούντα αυτά τα τραγούδια έγιναν το μέγα μέινστρημ κλισέ της Μεταπολίτευσης ― και χώστου Θεοδωράκη και "πάγωσε η τσιμινιέρα" και "πάρτο απόφαση βρε Στράτο" κλπ. Της μεταπολίτευσης που τα χώνεψε και τα χρησιμοποίησε ως άλλοθι και μας έδωσε το Θεοδωράκη, τη Μελίνα και το Θάνο υπουργούς. Και που όλοι το παίζανε αντιστασιακοί, επειδή ακούγανε Τζαβέλα το 73.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. >>Γιατί, τάχα όσοι ακούγανε Θεοδωράκη και Ξυλούρη πήγαιναν «κόντρα στη χούντα»;<<
      Δεν έγραψα αυτό. Μην μου χρεώνεις λόγια που δεν είπα. Ξαναδιάβασέ το.

      Η Μεταπολίτευση είναι άλλη ιστορία.

      Διαγραφή