Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

SON SEALS μια νύχτα πριν 11 χρόνια…

Είχα επίσης υποσχεθεί, σε προηγούμενο post (ή μάλλον σχόλιο), να γράψω δυο λόγια για ένα live του Son Seals · ένα από τα καλύτερα που έχει τύχει, ποτέ, να παρακολουθήσω.
Πρωτάκουσα Son Seals στα μέσα του ’80. Τότε που πρωτάκουσα Albert Collins, Johnny Winter, Roy Buchanan, Lonnie Brooks και όλους τους υπολοίπους ήρωες της Alligator – αναφέρομαι στην εποχή, όταν η Alligator αντιπροσωπευόταν στην Ελλάδα από τη Virgin, η οποία και τύπωνε τ’ ανάλογα βινύλια. Παρότι τα γούστα μας αλλάζουν μέσα στα χρόνια, κάποια από ’κείνα τα άλμπουμ – εννοώ των mid-80s – νομίζω πως έχουν ακόμη κάποιαν αξία (καλλιτεχνική εννοώ), ασχέτως αν δε συγκρίνονται με τις εγγραφές των ιδίων μουσικών από τα seventies ή των ύστερων 90s και 00s. Τον Lonnie Brooks έχω κατά νου και κυρίως τον Son Seals, αφού κάποιοι από τους υπολοίπους ήταν ήδη πεθαμένοι (Collins, Buchanan…).
Κατέβηκα στο Blues Hall (εννοώ πως το μαγαζί ήταν υπόγειο), εκεί στην Αρδητού – ήταν αρχές Απριλίου του 1999 – μάλλον τυχαίως. Εννοώ πως δεν είχα κάποιον ιδιαίτερο λόγο, που θα με ανάγκαζε να πάω στο συγκεκριμένο live. Πήγα, όπως πηγαίνεις για να πιεις ένα ποτό· το οποίον ποτό, αν συνδυάζεται και με καμιά παράσταση ακόμη καλύτερα. Θυμάμαι πως το μαγαζί δεν είχε πολύ κόσμο. Εννοώ δεν ήταν φίσκα, όχι πως ήταν άδειο. Αλλά εκείνο που θυμάμαι πιο πολύ είναι ένα εξαιρετικό live, πλημμυρισμένο από δυνατά τραγούδια, απίστευτα κιθαριστικά soli (με διαφορά τα ωραιότερα που έχω δει ποτέ – και από απόσταση αναπνοής) και κυρίως έναν Son Seals όρθιον την περισσότερη ώρα, «αγριεμένον» και στην πένα ντυμένο (πλουμιστό γιλέκο, παντελόνι με τσάκιση, κροκοδιλέ μυτερό παπούτσι), να τραγουδά με απίστευτη δύναμη, μερικά από τα ωραιότερα κομμάτια του (“Your love is like a cancer”, “Sitting here thinking”, “Don’t pick me for your fool” και άλλα). Κόλαφος! Φυσικά, παρακολούθησα τον καλλιτέχνη και στη δισκογραφία (τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπως απεδείχθη). Θυμάμαι μάλιστα και το CD τής Telarc “Lettin’ Go” από το 2000 (νομίζω πως ήταν το πρώτο που έκανε μετά από 27 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην Alligator), στο οποίο φωτογραφιζόταν καθισμένος και με κομμένο το αριστερό του πόδι. Εξαιρετικό άλμπουμ, στο οποίο συμμετείχε ο Al Kooper στο hammond, αλλά κι ένα δυναμικό πνευστό τμήμα (δύο τρομπέτες, βαρύτονο, τενόρο).
Ο Son Seals πέθανε το 2004, στα 62 χρόνια του, χτυπημένος από το διαβήτη. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία που βλέπετε είναι από την παράσταση στο Blues Hall, τραβηγμένη από το φίλο Λευτέρη Αρβανίτη.

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

MPS neue Pop-Musik

Εδώ το δεύτερο set με τις MPS εκδόσεις, για το οποίο έκανα λόγο λίγο πριν...
Από την ομάδα “Frank Zappa, Jean-Luc Ponty, Don ‘Sugarcane’ Harris”, βγήκε ένας ακόμη καινοτόμος μουσικός, ο κιμπορντίστας George Duke. Είναι δε απορίας άξιον, πώς συνέβη δηλαδή και το “Faces In Reflection” [MPS, 1974/ Promising Music, 2008], ένα άλμπουμ που θεωρείται holy grail για τη νέα jazz-funk σκηνή, δεν είχε επανεκδοθεί μέχρι πριν από δυο χρόνια σε CD. Δημιουργώντας από τη βάση του ένα pop-jazz-funk σκηνικό, εκμεταλλευόμενος ελάχιστα όργανα, όπως ένα ντραμ (Leon Ndugu Chancler), ένα μπάσο (John Heard), τα keyboards (clavinet, fender rhodes, wurlitzer, hammond, synths), το στούντιο και βεβαίως, τη φαντασία του ο George Duke χτίζει ένα παράξενο άκουσμα, παράξενο όσον αφορά στα μέτρα των συνθέσεων (στο “Faces in reflection no 1” παίζει κάτι σαν αργό ζεϊμπέκικο!), στις «αναφορές» (η αγάπη του για τη βραζιλιάνικη μουσική δεν κρύβεται) και βεβαίως στο ηχητικό περίβλημα - εκεί όπου το ARP Odyssey synthesizer κάνει τη διαφορά. Θέματα όπως το “Psychocomatic dung” ακούγονται τόσο μυστηριωδώς «καινούρια», σε βαθμό που να νομίζεις ότι η σημερινή «σύγχρονη jazz» σταμάτησε τότε.Το “Helen 12 Trees” [Promising Music, 2008] είναι ένα από τα τελευταία μεγάλα άλμπουμ της MPS. Κυκλοφόρησε το 1976, κάτω από το όνομα του βοστωνέζου σαξοφωνίστα Charlie Mariano και των συνοδοιπόρων του Zbigniew Seifert βιολί, Jan Hammer πλήκτρα, Jack Bruce μπάσο, John Marshall ντραμς και Nippy Noya κρουστά. Υπάρχουν κάποια γνωρίσματα, που κάνουν το “Helen 12 Trees” ξεχωριστό. Κατ’ αρχάς η αίσθηση του prog/jazz-rock συνόλου που δίνει η line-up (ας μην ξεχνούμε πως ο Mariano υπήρξε μέλος των Γερμανών Embryo και των Ολλανδών Supersister – για να θυμήσουμε μερικές μόνον από τις εκατοντάδες δικές του sessions), δεύτερον η μόνιμη αγάπη του Mariano για τις «μουσικές του κόσμου» και ιδίως την ινδική (το αγαπημένο του πνευστό nagaswaram ακούγεται στο “Parvati’s dance”), τρίτον το άψογο πληκτρονικό στρώμα και υπόστρωμα που θέτει ο Jan Hammer και τέταρτον την πούρα rock διάσταση που «βγάζει» ο Jack Bruce – στο “Neverglades pixie” τα walking μπάσα είναι σκέτα Cream. Όλα τούτα συναποτελούν ένα MPS CD, που μοιάζει, σήμερα, περισσότερο ενδιαφέρον από τότε... Από την πρώτη φορά που άκουσα σε βινύλιο το “Free Action” [Saba, 1967/ Promising Music, 2008] του σεπτέτου του Wolfgang Dauner, είχα την αίσθηση πως βρισκόμουν μπροστά σε μία από τις κορυφαίες στιγμές τής euro-jazz του ’60. Εκείνον δηλαδή τον αποκαλυπτικό συνδυασμό αμερικανικής «ελεύθερης φόρμας» και ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, που άφησε (και αφήνει) ανεξίτηλο στίγμα. Άξιοι μουσικοί (Wolfgang Dauner πιάνο, προετοιμασμένο πιάνο, Jean-Luc Ponty βιολί, Gerd Dudeck τενόρο, κλαρινέτο, Eberhard Weber τσέλο, Jurgen Karg μπάσο, Mani Neumeier ντραμς, τάμπλα, Fred Braceful ντραμς), συνθέσεις δεσμευμένες μέσα στην ελευθερία τους, αισθήματα γαλήνης και θορύβου να εναλλάσσονται με αυθόρμητο τρόπο, θέματα που λένε περισσότερα απ’ όσα ακούγονται, γραφικές παρτιτούρες (“Free action shot”) στην παράδοση του Ανέστη Λογοθέτη, του Γιάννη Χρήστου και του Cornelius Cardew, να δίνουν τη θέση τους σε 24μετρα, σχεδόν blues, εκρηκτικά clusters και μικροτονικές «προετοιμασίες». Δυστυχώς ή ευτυχώς ο Wolfgang Dauner δεν ξαναέκανε τέτοιο άλμπουμ. Προσχώρησε σ’ ένα περισσότερο pop-rock στρατόπεδο, επηρεασμένος από την kraut ζούρλα της περιόδου, διαπρέποντας κι εκεί, προσφέροντας διαμάντια-δίσκους. Underrated... αλλά έως πότε;Είναι «μύθος» ο γάλλος σαξοφωνίστας Barney Wilen. Πρώτον, γιατί έχει παίξει με τον Art Blakey, τον Miles Davis (στο “Ascenseur pour l’echafaud”), τον John Lewis, τον Bud Powell, τον Roy Haynes κ.ά. Δεύτερον, γιατί δοκίμασε σε πολλά και διαφορετικά πεδία (rock, punk, soundtracks...), γκρεμίζοντας, εμπράκτως, αισθητικά τείχη. Τρίτον, γιατί δεν βρίκεται στη ζωή από το 1996. Και τέταρτον, αν θέλετε, γιατί ηχογράφησε (Ιούνιος ’68) ένα από τα πρώτα free-rock άλμπουμ της ιστορίας· αυτός και η Amazing Free Rock Band του, δηλ. οι Mimi Lorenzini κιθάρες, Joachim Kuhn πιάνο, όργανο, Gunter Lenz μπάσο, Aldo Romano ντραμς και Wolfgang Paap ντραμς (αργότερα στους Brainticket). Ο τίτλος του “Dear Prof. Leary” [MPS, 1968/ Promising Music, 2008]. Παράξενο, ε; Αφιερωμένο, λοιπόν, στον δόκτορα, το άλμπουμ είναι ένα απολαυστικό... jazz-rock έργο, από ’κείνα που ηχογραφούνταν κατά κόρον στην Αμέρικα (το ’68), αλλά όχι και τόσο συχνά στην Ευρώπη. Beatles (“The fool on the hill), Bobbie Gentry (ναι, το ολοδικό της “Ode to Billie Joe”), Otis Redding (“Respect”), Supremes (“You keep me hangin’ on”), το “Lonely woman” του Ornette Coleman, μα και δυο δικά τους ("Dur, Dur, Dur", "Dear Prof. Leary"), είναι το υλικό επί του οποίου ασκούνται οι φίλοι μας. Και πώς ασκούνται... Με φαντασία απερίγραπτη, με παίξιμο παθιασμένο, με τη συνείδηση και την ορμή ανθρώπων που ξέρουν που βαδίζουν και τι κάνουν. Έξοχο άλμπουμ.
Και κάτι ακόμη που το λέω με επιφύλλαξη, επειδή, τώρα, δεν μπορώ να το τσεκάρω. Τις τζαζ περιπέτειες του Wilen τις είχε μετατρέψει σε comic ο Jacques de Loustal και δημοσιεύονταν σε συνέχειες στη Βαβέλ, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του '80.Ξέρω ότι πολλοί ακραιφνείς τζαζόφιλοι άλμπουμ όπως, ας πούμε, το “Virtue” του Alphonse Mouzon [MPS, 1977/ Promising Music, 2009], θα το είχαν και, μάλλον, ακόμη θα το έχουν για τα μπάζα. Αυτό το απλοποιημένο funky style – θα σκέφτονται – με τα σύνθια σε πρώτο πλάνο, θαυμάσια θα ταίριαζε σε μουσικούς που ξεκίνησαν να παίζουν soul στα late sixties, πριν ορμήσουν, ψυχή τε και σώματι, στο disco παρανάλωμα, και πάντως όχι σε τζαζίστες· σ’ ένα μουσικό, εν προκειμένω, που έφτιαξε όνομα δίπλα στον McCoy Tyner και τους Weather Report. Να πω, κατ’ αρχάς, πως ξεκινάμε από λάθος βάση, όταν επιχειρούμε να επενδύσουμε δικές μας προσδοκίες σε κάποιους άλλους. Ειδικώς, όταν μιλάμε για καλλιτέχνες, των οποίων αγνοούμε σκέψεις, προβληματισμούς, κοινωνικά και αισθητικά περιβάλλοντα. Ας κρίνουμε λοιπόν αυτό που ακούμε, κι ας αφήσουμε κατά μέρος τις ενοχοποιητικές απλοποιήσεις. Το “Virtue” δείχνει σαφώς την εξέλιξη που είχε η jazz στο δεύτερο μισό των seventies· και αυτό από μόνο του είναι θετικό, καθότι, κι εδώ, ακούμε πρωτότυπη μουσική και ουχί αναμασήματα. Έναν blax αέρα δηλαδή, ανακατεμένο με «τετράγωνα» ρυθμικά patterns και deep funky επιχρίσματα. Disco; Όχι ακριβώς. Απλώς μία μετεξέλιξη του fusion του Larry Coryell, ιδίως αυτού, με τους Eleventh House, των οποίων ο Mouzon υπήρξε βασικότατο στέλεχος. Στο “Virtue” παρατάσσονται πολλά και ενδιαφέροντα, όπως π.χ. το leading-track “Master funk”, το “Nychtophobia”, με το Fender Rhodes του Stu Goldberg να αλωνίζει, δίπλα στα contemporary soprano soli του Gary Bartz (μπασίστας ήταν ο Welton Gite) και βεβαίως το φερώνυμο “Virtue” με τον Mouzon να παίζει, πράγματι, εμπνευσμένους ρούλους (η ταχύτητα πάντα ήταν το φόρτε του, αλλά εδώ μιλάμε για το άπιαστο). Και όμως, ακόμα δεν ακούσαμε τίποτα… Το 9λεπτο “The Mouzon drum suite”, που ολοκληρώνει το άλμπουμ, είναι η σαφέστατη απόδειξη της ντραμιστικής κυριαρχίας του Mouzon· τουλάχιστον στην εποχή του (τώρα δεν ξέρω τι κάνει).
Από τους τελευταίους «ήρωες» της MPS, ο πιανίστας Stu Goldberg (συνεργάτης του Mouzon, υπενθυμίζω) κάνει κι αυτός ένα ακόμη άλμπουμ για τη γερμανική εταιρία, το 1982. Το “Eye of the Beholder” [MPS, 1982/ Promising Music, 2009] δεν ήταν το ντεμπούτο του στον «Μέλανα Δρυμό», ούτε το κύκνειο άσμα του. Ήταν, όμως, ένα καθαρό early eighties LP, που είχε να πει κάποια πράγματα. Μπορεί ο ήχος να είναι αρκούντως «στρογγυλός», όμως έχει τις… ευαισθησίες του. Υπάρχει δηλαδή το funk, αλλά, παραλλήλως, υπάρχει και η romance, όπως και το smooth στοιχείο, όλα καλοβαλμένα και ισορροπημένα, τη βοηθεία οκτώ ακόμη μουσικών που χειρίζονται βιόλα, τσέλο, δύο βιολιά, congas-bongos και όλα τα υπόλοιπα βασικά. Το “Eye of the Beholder” μετράει πιο πολύ συνθετικώς, γιατί στο επίπεδο της παραγωγής προβληματίζει…

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

ΦΑΝΤΑΣΜΑ 309

Αυτή η ιστορία με τους νταλικέρηδες που τα στύλωσαν και τους οποίους, τώρα, τους ντύνουν στο χακί (την κυβέρνηση του ψεύδους, ακόμη κι αν έχει κάποιο επί μέρους δίκιο στη συγκεκριμένη υπόθεση, και δεν αναφέρομαι στην επιστράτευση που δείχνει ανικανότητα και αδυναμία, δύσκολα σου πάει να την υποστηρίξεις - εγώ με τίποτα), μ’ έκανε να θυμηθώ ένα παλιό τραγούδι, που το απέδωσε με τον τρόπο του και ο Tom Waits στο “Nighthawks at the Diner” [Asylum, 1975] – απ’ αυτόν το πρωτακούσαμε (αλλά, ας μη χρησιμοποιώ πληθυντικό). Πρόκειται για το “Big Joe and Phantom 309”, που δεν ήταν δικό του, αλλά γραμμένο από τον Tommy Faile και πρωτο-τραγουδισμένο (αν και δεν τραγουδιέται…) από τον Red Sovine στο 45άρι του 1967 “Phantom 309/ I didn’t jump the fence” [Starday], αλλά και στο άλμπουμ του με τον ίδιον τίτλο – “Phantom 309” [Starday, 1968?, επανεκδόθηκε διάφορες φορές, σε διαφορετικές ετικέτες]. Παραθέτω αμετάφραστους τους στίχους πιο κάτω, αλλά λέω δυο λόγια για τη… φανταστική ιστορία.Ταλαιπωρημένος πεζός ταξιδιώτης περιμαζεύεται νύχτα από ένα φορτηγατζή, ο οποίος του συστήνεται ως Big Joe. Ο Big Joe, που οδηγάει ένα μεγάλο φορτηγό, το Phantom 309, τον παίρνει μαζί του για αρκετά χιλιόμετρα, αλλά τον αφήνει κάποια στιγμή έξω από ένα μοτέλ, επειδή οι διαδρομές τους δεν συμπίπτουν. Του δίνει μάλιστα κι ένα δεκάρικο (dime, το δέκατο του δολαρίου), έτσι για να πιει έναν καφέ στην υγειά του. Ο ταξιδιώτης μπαίνει στο μοτέλ και λέει στο σερβιτόρο πως τον άφησε εκεί ο Big Joe. O σερβιτόρος, ακούγοντας το όνομα, χλωμιάζει κι ο ταξιδιώτης τον ρωτάει αν είπε κάτι λάθος. Μαθαίνει, τότε, πως ο Big Joe είναι σκοτωμένος από δεκαετίας(!), όταν έστριψε απότομα το τιμόνι, στην προσπάθεια ν’ αποφύγει με το φορτηγό του ένα λεωφορείο με παιδιά· και πως, από καιρού εις καιρόν, εμφανίζεται (το στοιχειό του) τις νύχτες, για να πάρει με τ' αμάξι του κανένα ξεχασμένον, που κάνει ωτο-στόπ…
Και μη νομίζεις, πάλι κάποιος θα ξεμείνει μεσ’ τη νύχτα
Και σαν κι εσένα, ο Μπιγκ Τζο, θα τον πάρει με το αμάξι του ξανά
Άντε, πιες άλλη μια κούπα και κράτα τα ψιλά
Για να θυμάσαι τον Μπιγκ Τζο και το Φάντασμα 309...

PHANTOM 309
I was out on the West Coast, tryin’ to make a buck
And things didn’t work out, I was down on my luck
Got tired a-roamin’ and bummin’ around
So I started thumbin’ back East, toward my home town.

Made a lot of miles, the first two days
And I figured I’d be home in week, if my luck held out this way
But, the third night I got stranded, way out of town
At a cold, lonely crossroads, rain was pourin’ down.

I was hungry and freezin’, done caught a chill
When the lights of a big semi topped the hill
Lord, I sure was glad to hear them air brakes come on
And I climbed in that cab, where I knew it’d be warm.

At the wheel sit a big man, he weighed about two-ten
He stuck out his hand and said with a grin
“Big Joe’s the name”, I told him mine
And he said: “The name of my rig is Phantom 309”.

I asked him why he called his rig such a name
He said: “Son, this old Mack can put ’em all to shame
There ain’t a driver, or a rig, a-runnin’ any line
Ain’t seen nothin’ but taillights from Phantom 309”.

Well, we rode and talked the better part of the night
When the lights of a truck stop came in sight
He said: “I'm sorry son, this is as far as you go
’Cause, I gotta make a turn, just on up the road”.

Well, he tossed me a dime as he pulled her in low
And said: “Have yourself a cup on old Big Joe”.
When Joe and his rig roared out in the night
In nothin’ flat, he was clean out of sight.

Well, I went inside and ordered me a cup
Told the waiter Big Joe was settin’ me up
Aw!, you coulda heard a pin drop, it got deathly quiet
And the waiter’s face turned kinda white.

Well, did I say something wrong? I said with a halfway grin
He said: “Naw, this happens every now and then
Ever’ driver in here knows Big Joe
But son, let me tell you what happened about ten years ago.

At the crossroads tonight, where you flagged him down
There was a bus load of kids, comin’ from town
And they were right in the middle, when Big Joe topped the hill
It could have been slaughter, but he turned his wheel.

Well, Joe lost control, went into a skid
And gave his life to save that bunch-a kids
And there at that crossroads, was the end of the line
For Big Joe and Phantom 309.

But, every now and then, some hiker’ ll come by
And like you, Big Joe 'll give ’em a ride
Here, have another cup and forget about the dime
Keep it as a souvenir, from Big Joe and Phantom 309!

της REGGAE...

1. DESMOND DEKKER: Madgie (1963)
2. DON DRUMMOND: Garden of love (1964)
3. THE ETHIOPIANS: Come on now (1968)
4. ROLAND ALPHONSO: On the move (1967)

5. DERRICK HARRIOTT: Do I worry (1967)
6. GREGORY ISAACS: Tam tam (1978)
(κορυφαίο dub plate…)


7. THOMPSON ALL STARS: Rock me in dub (late 70s)
8. MELANIE JONAS & DAVE BARKER: Spinning wheel (1970)

(ορισμένοι το θεωρούν ό,τι χειρότερο… τόσο καταλαβαίνουν)

9. THE HEPTONES: Suffering so (1973)
10. BOB MARLEY & THE WAILERS: Concrete jungle (1973)
11. I ROY: Blackman time (1973)
12. PETER TOSH & THE WAILERS: Four hundred years (1970)
13. LEE PERRY & THE UPSETTERS: Sipreano (1970)

(όταν ο Perry έτρωγε spaghetti… μεξικάνικο)
14. LINVAL THOMPSON: Love is the question (1978/79)
15. AUGUSTUS PABLO: Lama lava (1975)
16. KING TUBBY & THE AGGROVATORS: Foundation of dub (1975/76)
17. NINEY: Cassandra dub (70s)
18. KEN BOOTHE: I shot the sheriff (1978)
(το ρόκεψε ο μεγάλος, αλλά χαλάλι του… )

ΕΞ ΑΜΕΡΙΚΗΣ…

Το “Initiation” [ARC] της Erica Lindsay και της Sumi Tonooka, αν και κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο που μας πέρασε, είναι ηχογραφημένο σε κάποιο στούντιο του Woodstock, το 2004. Παρά ταύτα, παρά την καθυστέρηση από την εγγραφή στην παραγωγή δηλαδή, η μουσική του κουαρτέτου των Lindsay σαξόφωνα και Tonooka πιάνο (συμπληρώνουν οι Rufus Reid μπάσο και Bob Braye ντραμς) δεν επηρεάζεται από το συγκεκριμένο κενό. Εννοώ πως είναι τόσο σαφής η περιπέτεια που διηγούνται οι δύο, κατ’ αρχάς, μουσικοί, τόσο κατασταλαγμένοι οι τρόποι επικοινωνίας τους, ώστε εύκολα ν’ αντιλαμβάνεσαι τον δικό τους swinging τρόπο ως κάτι το δεδομένο και ανεξάρτητο. Η Lindsay, κοντά στο spiritual feeling των sixties (οι μελωδικές γραμμές είναι αλήθεια πως φέρνουν στο νου τον Joe Henderson) φυσά τις νότες της με πάθος, ενώ η Tonooka, με το απέριττο παίξιμό της, μεταφέρει στο προκείμενο στοιχεία τής δικής της (ιαπωνικής) εσωτερικότητας. Ο συνδυασμός τους φαντάζει ιδανικός, όσον αφορά στη δημιουργία ενός άλμπουμ, το οποίον ενώ κυλά σε αργές στροφές, βηματίζει τάχιστα προς μία κλασική «πνευματική» κατεύθυνση (“Somewhere near heaven”, “The gift”).
Επαφή: www.artistsrecordingcollective.biz Υπάρχουν εκατοντάδες jazz άλμπουμ στην Αμέρικα, τα οποία κυκλοφορούν (και ενίοτε συναρπάζουν), δίχως να επιχειρούν να αποδείξουν τίποτα. Είναι αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα μιας παραγωγής, η οποία δεν επηρεάζεται από μόδες και προαπαιτούμενα, θέτοντας ως μόνο στόχο την «προσωπική» ικανοποίηση και την, φυσικώ τω τρόπω, διαιώνιση της ιστορίας. Στο CD του Paul Meyers Quartet υπό τον τίτλο “Featuring Frank Wess with Special Guest Andy Bey” [Miles High Records] έχουμε την παρουσία ενός όχι τυπικού κουαρτέτου – Paul Meyers ακουστική κιθάρα με νάιλον χορδές, Frank Wess τενόρο σαξόφωνο, φλάουτο, Martin Wind ακουστικό μπάσο, Tony Jefferson ντραμς – το οποίο παίζει, όσο πιο... τυπικά μπορεί, διάφορα jazz standards (ακούγονται και ορισμένα πρωτότυπα). Κομμάτια των Billy Strayhorn, Cole Porter, George Gershwin, τραγούδια της Billie Holiday κ.ά., τα οποία αποσυναρμολογούνται, για να συναρμολογηθούν ξανά από τα ίδια υλικά, τη συνεισφορά μιας ανανεωτικής αύρας. Στο “Snibor” (Strayhorn) ο Martin Wind προσφέρει ένα πολύ ωραίο σόλο στο μπάσο, τονίζοντας τον bluesy χαρακτήρα της σύνθεσης. Στο (original) “One for Miss D” τα walking μπάσα του Wind εντάσσονται μέσα σ’ ένα αρμονικό σώμα, που θυμίζει τον τρόπο του Monk, στο “Lazy afternoon” (από το ρεπερτόριο της Barbra Streisand και δεκάδων άλλων) τα φωνητικά του Andy Bey είναι εκείνα που κάνουν τη διαφορά, ενώ στο “Just one of those things” του Cole Porter το up-tempo που επιβάλλει ο Meyers συμπαρασύρει (και) το σαξόφωνο του Wess σ’ ένα πολύ ωραίο σόλο. Γενικώς, με τέτοιες ουσιώδεις μικρο-παρεμβάσεις προχωρά ένα άλμπουμ, που σε κερδίζει εξ αρχής με τη φυσική απλότητά του.
Επαφή: www.mileshighrecords.com VW Brothers… ήτοι τ’ αδέλφια Paul και Marc Van Wageningen, ολλανδοί μουσικοί (ντράμερ ο πρώτος, μπασίστας ο δεύτερος), οι οποίοι κάποια στιγμή, στα mid seventies, θα βρεθούν στην Αμέρικα (Νέα Υόρκη στην αρχή και San Francisco στη συνέχεια) μπαίνοντας σε projects και ηχογραφήσεις των Tower of Power, Paul Winter, Sheila E, George Duke, Paquito D’ Rivera, Gonzalo Rubalcaba, Pete Escovedo και δεκάδων άλλων. Πόσα χρόνια έπρεπε να περάσουν από τότε, ώστε να δουν κάποια στιγμή και μια προσωπική εργασία τους τυπωμένη; Τόσα, όσα πέρασαν… Το “Muziek” [Patois] είναι ένα πολύ καλό fusion/ contemporary άλμπουμ του καιρού μας, που διολισθαίνει άλλοτε προς το funk (“You guys done yet?”), άλλοτε προς το brazilian (“Benito”), άλλοτε προς το afro-cuban (“Zapatos de Madera”) και άλλοτε προς τον lounge, moody κλασικισμό του Michel Legrand (“What are you doing the rest of your life?”), δίχως ποτέ να απαρνείται κάποιο από τα βασικά γνωρίσματα των εκάστοτε περιπτώσεων. Ήτοι, τα ωραία παιξίματα από διακεκριμένους σολίστες (Peter Michael Escovedo κρουστά, Michael Spiro κρουστά, Wayne Wallace τρομπόνι, David K. Matthews πιάνο, όργανο κ.ά.), την πολυστυλιστική άνεση και επάρκεια, τις καλογραμμένες συνθέσεις, το… πολυτελές αίσθημα. Όχι τυπική περίπτωση (απολαυστικού) άλμπουμ, που σε κερδίζει, σταδιακώς, με την αλήθεια του.
Επαφή: www.vwbrothers.com, www.patoisrecords.com

Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

MPS οι όμορφοι δίσκοι, όμορφα καίγονται...

«Απ’ όλες τις ευρωπαϊκές εταιρίες, που έγραψαν ιστορία στην jazz τα τελευταία 40+ χρόνια, μία, η γερμανική MPS, δεν αποτελεί απλώς την πιο cult, αλλά και την πιο διεμβολιστική στη μουσική του τώρα. Χωρίς υπερβολή, η σύγχρονη dance culture, χωρίς τις... συμβουλές της θα ήταν μισή». Τούτο έγραφα στο τεύχος 130 του Jazz & Τζαζ (1/ 2004), σε μία αναφορά στο label από το Μέλανα Δρυμό, με αφορμή, τότε, κάποιες LP reissues, οι οποίες γρασάρισαν εκ νέου τα πλατώ των δισκοθετών. Η Universal Music, που έχει πάντα υπό την κυριότητά της τον κατάλογο της MPS (Musik Produktion Schwarzwald), αντιλαμβανόμενη προφανώς τη διαχρονική αξία των εγγραφών της εταιρίας προβαίνει από καιρού εις καιρόν στη σωστή κίνηση (είτε η ίδια, είτε παρέχοντας την άδεια σε άλλα labels) αναπαράγοντας ήχο και art covers, με πλήρη booklets και τα σχετικά πρωτότυπα κείμενα. Λέω δυο λόγια για μερικά τέτοια CD, τώρα. (Σε προσεχή ανάρτηση θα γράψω και για τα υπόλοιπα).Οι Association P.C. υπήρξαν ένα από τα καλύτερα γκρουπ του γερμανικού fusion, στα πρώτα χρόνια του ’70. Έχοντας στη σύνθεσή τους γνωστούς μουσικούς, όπως τον κιμπορντίστα Jasper Van’t Hof, τον κιθαρίστα Toto Blanke, τον πιανίστα Joachim Kuhn, τον ντράμερ Pierre Courbois κ.ά., κατόρθωσαν να γράψουν πέντε άλμπουμ στο διάστημα 1970-1974 - τέσσερα απ’ αυτά στην MPS, με το “Mama Kuku”, το τελευταίο τους, τώρα να μας απασχολεί. Δεν είναι αυτό το πιο καινοφανές άλμπουμ των Association P.C. Δεν έχει, φερ’ ειπείν, την ανεπανάληπτη «καθαρή ματιά» του “Sun Rotation”, ούτε τον τζαζ-ροκικό πυρετό του “Rock Around the Cock”, αφού δείχνει, κατ’ αρχάς, να είναι ετοιμασμένο για ένα άτομο – τον guest φλαουτίστα Jeremy Steig, έναν από τους «ήρωες» της περιόδου. Επειδή είναι και live, γραμμένο στο Freiburg και τη Λωζάνη τον Ιούνιο του ’73, το όλο set εμφανίζει μία free δυστροπία, εντός της οποίας μπαίνει ο Steig και διαλύει τα πάντα, με τα, συχνάκις, δεινοσαυρικά του soli. Φυσικά και οι υπόλοιποι μουσικοί έχουν ισχυρή παρουσία, ιδίως ο Kuhn με το fender rhodes, που «σπρώχνει» τον ήχο σε πιο Canterbury βάσεις, όμως το τελικό αποτέλεσμα δεν παύει να είναι, εκείνο που λέμε, «προϊόν της εποχής». Ξεχωρίζει το μελωδικό “Dr. Hofmann” – μοιάζει με ψυχεδελική εισαγωγή σε κάτι που ποτέ δεν ξεκινάει – αφιερωμένο στον ερευνητή που ανακάλυψε το LSD, τον δόκτορα Albert Hofmann. Ο αμερικανός βιμπραφωνίστας Dave Pike είχε ήδη μιαν αξιόλογη jazz καριέρα, πριν αποφασίσει να μετακινηθεί προς Γερμανία μεριά (στα τέλη των sixties) και ηχογραφήσει με το καινούριο του γκρουπ, τους Dave Pike Set, έξι LP (“Noisy Silence-Gentle Noise”, “Four Reasons”, “Live at the Philharmonie”, “Infra Red”, “Album”, “Salamao”), τα οποία αποτελούν μνημεία του πιο κυριολεκτικού fusion (jazz, rock, raga, pop, latin, brazilian, psych... λίγα είναι). Δύο ήταν τα μουσικά γεγονότα, τα οποία «διέσχισαν» το μυαλό του Pike, κάνοντάς τον να μετακινηθεί από ένα τυπικό jazz πεδίο, σ’ ένα απείρως ριζοσπαστικότερο pop. Οι Beatles του “Sgt. Pepper’s...” και ο Frank Zappa γενικώς. Επηρεασμένος κατ’ αρχήν από τη sitar-pop του George Harrison (των Beatles εννοώ), δίνει το έναυσμα στον κιθαρίστα Volker Kriegel να γράψει τον ύμνο των raga patterns, το περιώνυμο “Mathar”, ένα από τα πλέον διαχρονικά «πλαίσια» για remixes, επί του οποίου «ασέλγησαν» πληθυσμοί από DJs την τελευταία 15ετία. Από τον Zappa δανείστηκε ο Dave Pike το νόημα του fusion, το χιούμορ και αν θέλετε το ανοιχτό μυαλό (η διασκευή τού “Mother people” απλώς συμβολίζει τη σχέση), προσφέροντας τελικώς μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά έργα της εποχής. Όπως στην περίπτωση του live των Association P.C., έτσι κι εδώ στο “Live at Philharmonie” (γραμμένο στο Βερολίνο τον Νοέμβριο του ’69) δεν φαίνεται επακριβώς τι επρέσβευαν οι Αμερικανο-γερμανοί. (Τα ονόματα ξέχασα: Dave Pike βιμπράφωνο, Volker Kriegel κιθάρα, Johann Rettenbacher μπάσο, τσέλο, Peter Baumeister ντραμς). Το set δείχνει βεβαίως τη διαδραστικότητα, το χιούμορ, την groovy οξυδέρκειά τους, δεν αποτελεί όμως ούτε την ιδανικότερη γνωριμία, ούτε, πολύ περισσότερο, το καλύτερο άλμπουμ που κατόρθωσαν να γράψουν μέσα στα 5-6 χρόνια της ζωής τους. “Hey Duke”, “Mambo Jack the Scoffer”, “Riff for rent” (ένα τρόπον τινά δικό τους στάνταρντ στην hard bop παράδοση του Bobby Timmons), “Nobody’s afraid of Howard Monster” (spy-jazz alla Ingfried Hoffmann, αλλά χωρίς το hammond) και “The secret mystery of Hensh” (η πιο psych-out στιγμή του άλμπουμ), είναι τα πέντε κομμάτια ενός ιστορικού οπωσδήποτε LP, που τελειώνει στο πι και φι (31:37 η διάρκεια), όπως όλα τα μικρά ή μεγάλα έργα της εποχής.Το ξεπέταγμα της καριέρας του βιολιστή (κυρίως) Don “Sugarcane” Harris (1938-1999) οφείλεται, βασικά, στις συνεργασίες του με τον Frank Zappa (“Hot Rats”, “Burnt Weeny Sandwich” κ.ά.). Εκεί ανέπτυξε το προσωπικό του τζαζ-ροκικό στυλ, εκεί έδρεψε τις μεγαλύτερες δάφνες της καριέρας του. Βιολιστής in fashion στα τέλη των sixties, o Harris έκανε προσωπικούς δίσκους για την MPS, οι οποίοι συχνά συμπορεύτηκαν με το γενικότερο fusion κλίμα των καιρών. Στο “Got the Blues”, που ηχογραφήθηκε ζωντανά στo Berlin Philharmonic Hall τον Νοέμβριο του ’71 δείχνει όχι μόνον το συνθετικό του τάλαντο, αλλά, κυρίως, τον παιχτικό του τσαμπουκά - όταν αυτός, ένας βιολιστής, βγαίνει μπροστά από «προσωπικότητες», όπως ήταν οι κιθαρίστες Volker Kriegel και Terje Rypdal, ο κιμπορντίστας Wolfgang Dauner, o μπασίστας Neville Whitehead και ο ντράμερ Robert Wyatt! Εντάξει, τα δύο δικά του κομμάτια λένε – ιδίως στο “Got the blues” υπάρχουν riffs, τα οποία νομίζω πως αντέγραψαν ακόμη και οι City, ο Georgi Gogow δηλαδή –, αλλά εκεί όπου ο τύπος ξεπερνά τα αυτονόητα είναι στη σύνθεση του Horace Silver “Song for my father” (ο Harris αυτοσχεδιάζει με φαντασία πάνω στη μελωδία) και κυρίως, στο “Where’s my sunshine”, σύνθεση των Victor Conte, Don "Sugarcane" Harris, Paul Lagos, Harvey Mandel και Randy Resnick, των Pure Food and Drug Act δηλαδή. (Πρόκειται για τη γνωστή, θέλω να νομίζω, post-hippy ομάδα, που έγραψε ένα δυνατό LP μέσα στο '72, στο οποίο ακούγεται και πάλι το "Where's my sunshine" ηχογραφημένο live - όπως και όλο εκείνο το άλμπουμ - κάπου στο Seattle).
Σχετικό-άσχετο. Ο μπασίστας Victor Conte ίδρυσε το 1984 τη φαρμακευτική εταιρία BALCO, η οποία εφοδίαζε με «καθαρή» αθλητές κι αθλήτριες του στίβου, με πρώτην απ’ όλες την Marion Jones – Poor Food and Drug Act από την ανάποδη δηλαδή! Ως γνωστόν στην ιστορία εκείνη είχε αναμιχθεί και το όνομα του προπονητή της Θάνου και του Κεντέρη Χρήστου Τζέκου, αλλά η υπόθεση, όπως διάβασα, δεν προχώρησε και τέθηκε στο αρχείο.
Όποιος ενδιαφέρεται να θυμηθεί, εδώ… http://www.iospress.gr/ios2005/ios20051106.htm

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΤΤΟΝΟΣ Στρατιωτικά

«1976. Μάρτιος. Οι σχέσεις μου με τις διάφορες μπουάτ τελειώνουν πικρά και οριστικά. 14 Νοεμβρίου. Βράδυ. Στο τραίνο για Σαλονίκη. Μεσάνυχτα στη Θήβα. Βλέπω φαντάρους που κατεβαίνουν φορτωμένοι το σάκκο τους και χάνονται στο σκοτάδι. Χιόνι και παγωνιά. Μετάθεση… Το παράθυρο του τραίνου θαμπό. Η αίθουσα αναμονής του σταθμού φωτισμένη. Οι φαντάροι άφαντοι μέσα στη νύχτα… Μακρυά από τα σπίτια τους. (Αυτή την τακτική δεν την κατάλαβα ποτέ – ούτε την ατέλειωτη διάρκεια της θητείας άλλωστε). Μια επίσκεψη αργότερα στην Αλεξανδρούπολη. Κάποιος φαντάρος – φίλος απ’ τη Σαλονίκη – μόνος κι άρρωστος στο ΚΙΧΝΕ… Μερικούς μήνες μετά, άλλος φίλος της Σαλονικιώτικης παρέας παρουσιάζεται στην Κόρινθο. Πήγα να τον δω στο πρώτο επισκεπτήριο. Είδα εμένα στις κερκίδες του γηπέδου ανάμεσα σε 4500 φαντάρους να περιμένω και να ελπίζω… 1969. Θλιβερές ιστορίες…
Κάπως έτσι, με τέτοιες αφορμές, ωρίμασε φαίνεται η ιδέα του δίσκου. Όταν το κουβέντιασα με τον συμπατριώτη Λάζαρο Ανδρέου, αυτός ενθουσιάστηκε. Πρόσθεσε και τις δικές του εμπειρίες, κλειστήκαμε στο σπίτι για ένα τετράμηνο και δουλεύαμε. Όταν τελειώσαμε περίσσευαν αρκετά τραγούδια. Παρουσιάζω τα “Στρατιωτικά” στην τότε εταιρεία μου και δεν τα δέχονται. “Πολύ ειδικό θέμα” λένε. “Έλλειψη φαντασίας” λέω γω και δεν επιμένω. Τελειώνω κάποτε μ’ αυτή την εταιρεία, πάω σε άλλη, μου λένε τα ίδια, αλλά μου ζητάνε δυο-τρία τραγούδια απ’ τη σειρά (τα ‘σουξέ’!...). Δεν δίνω τίποτα. Τα χρόνια περνάνε, εγώ ζωγραφίζω, αλητεύω στο εξωτερικό και το ’79 επιστρέφω στην Ελλάδα αποφασισμένος να ξαναμπλεχτώ στις θλιβερές καλλιτεχνικές ιστορίες, αλλά ν’ αντέξω αυτή τη φορά! Χτυπάω χιλιάδες πόρτες γραφείων τηλεοπτικών, κινηματογραφικών, θεατρικών, μπουάτ κ.λπ. και περνάω ένα χρόνο περιμένοντας… Μοναδική όαση η μπουάτ Λιόγερμα στη Σαλονίκη, όπου, κάθε χρόνο επί μισό μήνα, παρουσιάζω τα “Στρατιωτικά” και αρέσουν. Το ίδιο συμβαίνει σε τέσσερις συναυλίες στη Λήμνο και στις διάφορες ταβέρνες της Αθήνας που τα τραγουδούσα για γνωστούς και αγνώστους. Πεισμένος πια για τα “Στρατιωτικά” και με 30.000 δραχμές που είχα στο Ταμιευτήριο, μπήκα στο στούντιο, να κάνω επιτέλους τον δίσκο σαν παραγωγός-φίλος με τους μουσικούς και χωρίς άγχος μην και ξεπεράσουμε τις καθορισμένες ώρες παραγωγής και καταστραφώ οικονομικά!... Τα βράδυα συνέχιζα να τραγουδώ στο μικροσκοπικό Bar 12, εισπράττοντας τα πολύτιμα μεροκάματα που με βοήθησαν ν’ αρχίσω και να τελειώσω τον δίσκο. Ο Γιάννης Σπανός – 10 χρόνια αγαπημένος φίλος – προσφέρθηκε να παίξει πιάνο. Ο Σταμάτης Κραουνάκης ενορχήστρωσε με όση άνεση ήθελε στο στούντιο και οι φίλοι μουσικοί στο τέλος δεν ήθελαν καν να πληρωθούν – ίσως επειδή για πρώτη φορά αντιμετωπίστηκαν σαν ανθρώπινα όντα… Περάσαμε 70 αξέχαστες ώρες με καφέδες και ουζάκια και τελειώσαμε έναν δίσκο που απ’ την αρχή είχαμε αγαπήσει. Ο Μανώλης Καβουκλής, τέλος, είχε το θάρρος να αναλάβει την εκτύπωση και προώθησή του. Τους ευχαριστώ όλους».
Τι να προσθέσω στα όσα γράφει ο Χρήστος Λεττονός, στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ; Ίσως ότι τα «Στρατιωτικά» [Εναλλάξ/ Μουσικό Επίρρημα ΕΝΑΛ Νο 1, 1982] είναι ένα από τα πιο υπερήφανα θλιμμένα, ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας άλμπουμ που γράφτηκαν ποτέ στον τόπο μας. Ακούγοντας και σήμερα το «Σε θυμάμαι συχνά» (το “Chelsea Hotel #2” του Leonard Cohen), την «Πρώτη έξοδο», το «Γενέθλια στο αναρρωτήριο», το «Σκοπιά στη Φλώρινα», το «Σαν εκδρομή», σφίγγεται η καρδιά μου. Δεν είναι οι «εικόνες», αφού όλοι όσοι κάναμε Στρατό λίγο-πολύ γνωρίζουμε, είναι, κυρίως, η ερμηνευτική προσωπικότητα του Λεττονού (μέγας!), που μετατρέπει όποια λέξη βάζει στο στόμα του σε… πουκάμισο του μαρτυρίου.
Αυτός ο πολύ σημαντικός τραγουδιστής, που έκανε την καριέρα που έκανε στις μπουάτ, τα θέατρα, την TV, αλλά και τη δισκογραφία («Μαρτυρίες» και «Τετραλογία» με τον Δήμο Μούτση, «Ελλαδέξ» με το Γιάννη Λογοθέτη, «Ο Μορμόλης» με τον Γιάννη Σπανό, η δική του «Γραφειοκρατία» με τα ωραία breaks του Γιάννη Κιουρκτσόγλου, «Ο Έλληνας σήμερα» από το θεατρικό του Δημήτρη Κολλάτου, σε μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου…) και που διέκοψε κάποια στιγμή την επαφή του με τα καλλιτεχνικά, για ν’ ασχοληθεί με την καλλιέργεια της γης, έφυγε εντελώς αναπάντεχα από τη ζωή, όταν την 5η Ιουνίου του 1994, στα 45 του χρόνια, κάηκε μαζί με το φίλο του Χαράλαμπο Σουράπα (πρώην ιδιοκτήτη της ΕΒΓΑ, όπως έγραψαν τότε οι εφημερίδες), στο σπίτι τους, στη Μερέντα του Μαρκόπουλου.Στην είδηση του θανάτου του, που βλέπετε παραπάνω, και που δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία τη Δευτέρα 6/6/1994, διαβάζετε πως ο Χρήστος Λεττονός (πραγματικό όνομα Χρήστος Λυμπιτσούνης) ήταν 48 ετών. Είναι λάθος. Στο οπισθόφυλλο των «στρατιωτικών» υπάρχει ως ντοκουμέντο, το στρατολογικό του βιβλιάριο, στο οποίο φαίνεται καθαρά πως ήταν γεννημένος το 1949 (ήταν δηλαδή 45). Επίσης, γίνεται ειδική αναφορά στο τραγούδι «Σε θυμάμαι συχνά». Γράφει ο ίδιος ο τραγουδοποιός: «Είναι το Chelsea Hotel του Leonard Cohen – πρότυπό μου επί χρόνια. Βρίσκεται στο δίσκο επειδή α) ταιριάζει με το γενικό κλίμα, β) είναι εκπληκτικό τραγούδι, και γ) προαναγγέλλει μελλοντικό μου δίσκο με τραγούδια του».
Τα «Στρατιωτικά» ήταν ο τελευταίος δίσκος του Χρήστου Λεττονού…

Σε θυμάμαι συχνά
Σε θυμάμαι συχνά σε δωμάτια φτηνά/ πώς μιλούσες γλυκά στο σκοτάδι/ σώμα ζεστό και το στρώμα απαλό/ και στους δρόμους αργούσε το βράδυ.

Έτσι είν’ η πόλη, καλή αφορμή/ να γυρέψουμε σάρκα και χρήμα./ Μα η αγάπη αυτή πώς γερνάει στη στιγμή/ σε μια γκρίζα και πένθιμη Αθήνα.

Ναι, μα εσύ είσαι καπνός/ χάθηκες, πας, προσπερνάς και στο κόσμο σε χάνω./ Ποτέ πια ξανά δε θ’ ακούσω να λες/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ ο χρόνος κυλάει και ξεχνάς.

Σε θυμάμαι συχνά σε δωμάτια φτηνά/ ήσουν σάρκα, αγάπη και μύθος./ Μου είπες ξανά πως ζητάς ομορφιά/ και ότι εγώ απ’ αυτήν ήμουν τζίφος.

Μα ήσουν όλo καρδιά, για παιδιά σαν κι εμάς/ που δε μοιάζουμε σαν αγγελούδια./ Γυρνάς ξαφνικά και μου λες/ «ε καλά, είσαστ’ άσχημοι, μα λέτε τραγούδια».

Ναι, μα εσύ είσαι καπνός/ χάθηκες, πας, προσπερνάς και στο κόσμο σε χάνω./ Ποτέ πια ξανά δε θ’ ακούσω να λες/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ «σ’ έχω ανάγκη», «δε σ’ έχω ανάγκη»/ ο χρόνος κυλάει και ξεχνάς.

Κι ούτε θέλω να πω πως τρελά σ’ αγαπώ/ δε μπορώ πια καημούς να γιατρεύω./ Σε θυμάμαι συχνά, σε δωμάτια φτηνά/ μόν’ αυτό, δε σε σκέφτομαι καν, δε σε γυρεύω.


Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ το εξοχότερον


Η Κλωστηρού

Πότε μεσ’ τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου.

Κόκκινα σα βάλεις αδερφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να ’χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
με την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει.

Πότε με τα κίτρινα ντυμένη σε κοιτάζω
το λυγερό σου το κορμί κάθουμαι και θαυμάζω
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου
που μέρα νύχτα δε βγαίνεις απ’ το νου μου
αχ μαυρομάτα μου τσαχπίνα κλωστηρού μου.

Κόκκινα σα βάλεις αδερφούλα
πως ήθελα να σ’ έβρισκα μέρος που να ’χει ζούλα
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει
μπλε όταν φορέσεις πως μ’ αρέσεις
και την καρδιά μου κλωστηρού μου έχεις δέσει.

Μάρκος Βαμβακάρης φωνή, μπουζούκι, Κώστας Σκαρβέλης κιθάρα
(η μία πλευρά από έναν 78άρι δίσκο της Columbia, ηχογράφηση: Αθήνα 6/1934)

Το τραγούδι θα το χαρακτήριζα συγκλονιστικό. Κατά την άποψή μου μαζί με το «Νόστιμο τρελλό μικρό μου» του 1938 αποτελούν δύο από τα εξοχότερα δείγματα του ρεμπέτικου - προσωπικοί "θρόνοι" του Μάρκου. Στην «Κλωστηρού» είναι απίστευτη η μελωδία, την οποίαν απολαμβάνεις σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια μετά την τέταρτη στροφή, όπου μπλέκουν μόνα τους τα όργανα. Η κιθάρα του Σκαρβέλη και το μπουζούκι του Βαμβακάρη.
Ακούγεται, όπως πρέπει, από την έκδοση της JSP “Rembetika” [JSP7776A-D], το 4πλό κουτί, που επιμελήθηκε επίσης ο Charles Howard, το 2006.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ The Postwar Years… απλή γνωστοποίηση

Πριν από δύο χρόνια, αν θυμάμαι καλά, είχε κυκλοφορήσει η 5πλή CD-έκδοση “Vassilis Tsitsanis, 1936-1940, All the pre-war recordings of the most important figure in Greek Popular Music” [JSP]. Το πακέτο με τα 101 προπολεμικά τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, που επιμελήθηκε ο άγγλος fan των ρεμπέτικων Charles Howard· ο οποίος, τους περισσότερους μήνες του χρόνου διαμένει στην Ελλάδα (έχει σημασία αυτό). Τώρα – δηλαδή πριν από μερικούς μήνες – ο Howard ξαναχτυπά μ’ ένα πακέτο τεσσάρων CD, πάλι από τη βρετανική JSP, εστιάζοντας στον μεταπολεμικό Τσιτσάνη· εκείνον της περιόδου 1946-1954. Τίτλος της νέας σειράς: “Vassilis Tsitsanis, The Postwar Years 1946-1954, Classic sides from a master of traditional greek music”. Αναφερόμαστε, δηλαδή, σ’ ένα σύνολο 92 τραγουδιών, χωρισμένα ανά 23 σε κάθε ένα από τα τέσσερα CD, 37 εκ των οποίων καταχωρίζονται με αυστηρή χρονολογική σειρά και αφορούν στα πρώτα μεταπολεμικά τραγούδια του Τσιτσάνη, τη διετία 1946-47.Είναι η εποχή κατά την οποίαν ο Τσιτσάνης δίνει τα, κατά το κοινώς λεγόμενον, αριστουργήματά του· ό,τι αποτέλεσε τη βάση του λαϊκού τραγουδιού που μέσα από δάφνες – χλωρές και ξερές – έφθασε έως τις μέρες μας. Οι τίτλοι των τραγουδιών δεν αφήνουν κανένα περιθώριο, για αβασάνιστες κουβέντες. «Ο σεριάνης», «Δεν με στεφανώνεις», «Της μαστούρας ο σκοπός», «Το πρωί με τη δροσούλα», «Χατζή-μπαξές» (Πάμε τσάρκα πέρα στο Μπαξέ-Τσιφλίκι), «Μάγκας βγήκε για σεριάνι», «Βάρκα γιαλό», «Αραπίνες», «Κάτσε ν’ ακούσεις μια πενιά», μα ακόμη και το όχι πολύ γνωστό – εννοώ πως δεν το έχουν πολυ-ανακαλύψει οι διάφορες κομπανίες, για να το καταστρέψουν –, αλλά first class «Μαζί μου δεν ταιριάζεις», με την Νταίζη Σταυροπούλου. Στα υπόλοιπα κομμάτια οι Στράτος, Στελλάκης, Κερομύτης, Μάρκος, Τσαουσάκης, Παπαϊωάννου, Γεωργακοπούλου, Πολυμέρης κ.ά. Άπαντα στο πρώτο CD.
Στο δεύτερο (1946-47) ακούγονται ανάμεσα σε άλλα τα «Τρέχα μάγκα να ρωτήσεις», «Κάποια μάνα αναστενάζει» (Στέλλα Χασκήλ, Μάρκος, Τσιτσάνης), «Αράπικο λουλούδι», «Αχάριστη», «Ο τρελλός τσιγγάνος», «Χωρίσαμε ένα δειλινό» και άλλα διάφορα – γνωστά και λιγότερο γνωστά.
Το τρίτο CD καταπιάνεται με τα χρόνια 1947-1950. «Γιατί να φύγεις μακρυά» (Χασκήλ), «Το ρημαγμένο σπίτι» (Τσαουσάκης), «Μπορεί να το έχουν πλανέψει (ακρογιαλιές δειλινά)» (Χασκήλ), «Γιατί με ξύπνησες πρωί», «Συννεφιασμένη Κυριακή» (Τσαουσάκης-Μπέλλου), «Η σατράπισσα, Αραμπάς περνά», «Για τα μάτια π’ αγαπώ» (Φέρτε μου να πιω…) – η… ιστορία αυτοπροσώπως.
Τέταρτο CD (τα έτη 1950-1954) και στο player τα: «Γεια σου καΐκι μου Άη Νικόλα» (Μοσχονάς, Νίνου), «Στρώσε μου να κοιμηθώ» (Τσαουσάκης, Ντάλια), «Όμορφη Θεσσαλονίκη» (Τσαουσάκης, Ντάλια, Γιαννόπουλος), «Η φωτιά» (Τσαουσάκης), «Τα διαλεχτά παιδιά» (Νίνου, Τσαουσάκης, Ευσταθίου), «Η Σεράχ» (Νίνου), «Τα νειάτα τα μπερμπάντικα» (Ευγενικός, Χασκήλ), «Βόλτα μέσα στην Ελλάδα» (Λαμπίρη, Τσιτσάνης), «Έλα όπως είσαι» (Νίνου»), «Ζαΐρα» (Νίνου) κ.ά.
Αν πρέπει κάτι να τονιστεί – γνωστό, εν πάση περιπτώσει, στις εκδόσεις που επιμελείται ο Charles Howard – τούτο έχει να κάνει με την «άψογη» ηχητική του συγκεκριμένου υλικού. Δύο είναι οι λόγοι. Πρώτον, η δυνητικά «καλύτερη κατάσταση» του αυθεντικού δίσκου 78 στροφών και δεύτερον η προσεκτική επεξεργασία, ώστε να μην αλλοιωθούν τα λεπτά, αλλά «κρυμμένα» ηχοχρώματα. Και στα δύο καταβλήθηκε η μέγιστη δυνατή προσπάθεια.
(Γνωρίζω μουσικόφιλους, που προτιμούν τις σκονισμένες αποτυπώσεις με τα σκρατς και το θόρυβο, από τις καθαρές, με ή χωρίς εισαγωγικά, των CD. Τους καταλαβαίνω. Όπως μάθει ο καθείς. Καταλαβαίνω όμως και όσους θέλουν ν’ ακούσουν, δίχως τα ενοχλητικά παράσιτα και τα φυσήματα, που είναι… επίκτητα, μερικά από τα τραγούδια της Ελλάδας που δεν θα ξαναγραφούν ποτέ. Σ’ αυτή την κατηγορία ανήκω κι εγώ).

JIM O’ROURKE the visitor

Παράξενο άλμπουμ το 1-track “The Visitor” [Drag City, 2009] διάρκειας 38:03· αν και το «παράξενο» δεν είναι η καταλληλότερη λέξη, εκείνη που να συνάδει με την εργογραφία του αμερικανού (και πλέον… ιάπωνα) κιθαριστή και παραγωγού Jim O’Rourke.Κατ’ αρχάς εκείνο που αντιλαμβάνεται ο καθείς, ακούγοντας έστω και μερικές νότες από το “The Visitor”, είναι η ακατανίκητη έλξη – κάποια στιγμή στη ζωή τους… – διαφόρων (πολλών) «προχωρημένων» αμερικανών συνθετών απέναντι στα «λευκά» ηχοχρώματα· ό,τι γενικώς αποκαλούμε country, γιατί ειδικώς μπορεί να μιλάμε για την παραδοσιακή μπαλάντα ή για τη folk επέκτασή της, κατά τη διάρκεια των sixties. Ακούγοντας, δηλαδή, το “Visitor” ανακάλεσα στη μνήμη μου το πρώιμο έργο του Van Dyke Parks. Δεν γνωρίζω, αν, και κατά πόσον, ο Parks έχει επηρεάσει τον Jim O’Rourke (προσωπικώς, θα στοιχημάτιζα), όμως το αποτέλεσμα είναι ηλίου φαεινότερον. Ο O’Rourke επιχειρεί, γενικώς, να pop-ποιήσει την americana, μέσω ενορχηστρωτικών επεμβάσεων συμβατών με το καταφανές και το μειλίχιο, παρεμβάλλοντας στην πορεία μετρημένα στοιχεία του ψυχεδελικού οπλοστασίου, του κλασικού μινιμαλισμού, των… περιβαλλοντικών ορχηστρών της Hearts of Space, αλλά και της acoustic κιθαριστικής αρχαιοπρέπειας (του νέου πρωτογονισμού) του John Fahey. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει· υπό την έννοια ότι το βινυλιακής διάρκειας “The Visitor” ξεκινά, αναπτύσσεται και ολοκληρώνεται μ’ έναν απολύτως φυσικό τρόπο.

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

ΤΑΣΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΗΣ (22/1/1938-7/2010)

Ό,τι άφησε, πέραν των τραγουδιών με τους Forminx…Singles 1. Strangers in the night/ The shadow of your smile – Pan-Vox PAN 6058 – 1966
(orchestra conducted by Stan Hopkins) 2. Rosetta/ Days of love – FR. CBS 4215 – 1969 (ως Tasso)
CD1. Tassos Papastamatis: & Coltrane Big Band “Liakis Costas” – Europe 3025 – 2001
(ο Τάσος Παπασταμάτης τραγουδά τα “L.A. is my lady”, “Laura”, “Autumn leaves”, “For once in my life”, “Wave, “I left my heart in San Francisco”, “Proud Mary”)Συμμετοχές1. VARIOUS – Από Τον Παππού στον Εγγονό – LP, Polydor 2421 076 - 1976
(ο Τάσος Παπασταμάτης τραγουδά το “Perhaps, perhaps, perhaps”, από την τηλεοπτική εκπομπή του Γιώργου Μουζάκη στην τότε Υ.ΕΝ.Ε.Δ)2. VARIOUS – Στο Ρυθμό του ’60, 3 – LP, United UR-606 – 1986
(Ο Τάσος Παπασταμάτης φαίνεται πως τραγουδά το “Strangers in the night” σε άλλη εκτέλεση από εκείνη του single της Pan-Vox – εδώ με τη συμμετοχή του Βαγγέλη Παπαθανασίου στο όργανο. Το LP δεν το έχω, για να το τσεκάρω. Το βρήκα από τη δισκογραφία του Vangelis)3. VARIOUS – Μοντέρνοι Ρυθμοί του ’60, 39 – CD, Music Box 2711702060 – 2009
(Περιέχει το “Strangers in the night” από τους Tassos Papastamatis/ Vangelis Papathanassiou. Μάλλον πρόκειται για τη version, που ακούγεται και στο προηγούμενο LP). Αν υπάρχει κάτι ακόμη να το προσθέσουμε...
Και κάτι που το θέτω ως ερώτημα. Στο "Love without love", όπως διαβάζω στην ετικέτα του single, τρομπέτα παίζει κάποιος Toto. Μήπως ήταν ο πατέρας τού γνωστού σαξοφωνίστα της jazz Τάκη Πατερέλη; Νομίζω πως λεγόταν Τοτός Πατερέλης - και πάντως ήταν, σίγουρα, τρομπετίστας.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

HEDZOLEH SOUNDZ

Όταν το 1973 κυκλοφόρησε στην Αμερική το άλμπουμ τού Hugh Masekela “Introducing Hedzoleh Soundz” [Blue Thumb BTS 62] κανείς δεν γνώριζε εκείνη τη φοβερή μπάντα από την Γκάνα, την Hedzoleh Soundz, με την οποία τακίμιασε ο νοτιοαφρικανός τρομπετίστας, στο club Napoleon της Accra, όταν επισκέφτηκε τη χώρα.Σχεδόν αμέσως, όλοι μαζί (Hugh Masekela τρομπέτα, φωνή, Nat “Leepuma” Hammond φλάουτο, κόνγκα, φωνή, Richard Neesai “Jagger” Botchway κιθάρες, Stanley Kwesi Todd μπάσο, φωνή, Acheampong Welbeck ντραμς, James Kwaku Morton κόνγκα, φωνή, Issac Asante talking ντραμ, κρουστά, φωνή, Samuel Nortey κρουστά, φωνή) θα μεταβούν στο Lagos της Νιγηρίας, όπου, με τη βοήθεια του Fela, θα γράψουν τον Ιούλιο του ’73 εκείνο το καταπληκτικό «αμερικανικό» LP, που σφράγισε, έκτοτε, τα afro-jazz και soul-jazz κεφάλαια. Και να που τώρα, ένα ακόμη άλμπουμ των Hedzoleh Soundz, υπό τον τίτλο "Hedzoleh" άγνωστο σε όλους μας(;), που είχε πρωτοβγεί από τη νιγηριανή EMI λίγους μήνες πριν η μπάντα συναντήσει τον Masekela, να επανεκδίδεται από τη Soundway, προκειμένου να κλείσει το κεφάλαιο. Εν αντιθέσει με ό,τι θα ανέμενε ο καθείς, οι Hedzoleh Soundz δεν ήταν το γκρουπ μιας «στεγνής» rock αναταραχής. Ο ήχος τους έχει πλείστα όσα afro στοιχεία, τα οποία κατακρατούν την κρουστή και φωνητική παράδοση της περιοχής, μεταφέροντας ένα σπάνιας υποβολής trance κλίμα (“Yei baa gbe wo”) όχι μακρυά από εκείνο της σενεγαλέζικης παράδοσης. Φυσικά, υπάρχουν και τα πιο ροκάδικα tracks, όπως το “Mee bee” για παράδειγμα, που θυμίζει τους κορυφαίους Osibisa και άλλα που είναι πιο κοντά στο στυλ των Poly-Rythmo (“Omusu da fe m’musu”), κυρίως στον τρόπο του «πρώτου» τραγουδίσματος. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια κομμάτι “Hedzoleh!” έχει δυνατό κρουστό παίξιμο, ενώ τα δύο έσχατα (“Hearts ne kotoko”, “Mo oso obu naa”) συνδέουν τη σύγχρονη ενοργάνωση με την παράδοση του hifhlife. Ας πω μόνον πως 4 κομμάτια από ’δω ακούστηκαν και στο LP με τον Masekela.

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

Κουβέντα να γίνεται…

Τα «σχόλια», αλλά και μία δική μου αναφορά στην προηγούμενη ανάρτηση, έφεραν στο προσκήνιο τα βιβλία του Ντίνου Δηματάτη για το ελληνικό ροκ, αλλά και για τους «αγνώστους» του… βρετανικού rock. Θυμήθηκα λοιπόν μία κόντρα που είχα από τις σελίδες του Jazz & Τζαζ με τον συγγραφέα (το 1997), με αφορμή την έκδοση ενός βιβλίου του για τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Αναδημοσιεύω λοιπόν την κριτική, όπως και τα κείμενα που αντηλλάγησαν μετά (τα βρήκα πιο εύκολα απ’ όσο φανταζόμουν – κι ας ανεβούν τώρα, που γίνεται λόγος), επειδή, διαβάζοντάς τα ξανά, διαπίστωσα πως δεν είναι εντελώς ξεπερασμένα. Κι εν πάση περιπτώσει, ας υπάρχουν και στο διαδίκτυο· κακό δεν είναι. Jazz & Tζαζ, τεύχος 55, 10/1997
(η δική μου κριτική)
Τον Ντίνο Δηματάτη δεν τον γνωρίζω από κοντά. Παρ’ όλα αυτά όμως, το αντίτυπο του βιβλίου του «Παύλος Σιδηρόπουλος, Το Μοναχικό Μπλουζ του Πρίγκηπα» [εκδ. Κατσάνος Rock, Θεσσαλονίκη, 1997], που έφθασε στα χέρια μου μέσω του κοινού φίλου Νίκου Πετρουλάκη, περιέχει μία θερμή αφιέρωση προς εμένα και γι’ αυτό εξ αρχής τον ευχαριστώ. Επί της ουσίας τώρα. Ο Δηματάτης έχει μιαν άποψη για τα πράγματα (τα γενικότερα πράγματα) κι ένα στυλ αφήγησης, που προσωπικά μου φαίνεται, κι ας με συγχωρήσει γι’ αυτό, ολίγον αφελές. Γι’ αυτό λοιπόν δεν θ’ αναφερθώ διεξοδικά σε ζητήματα έκφρασης κι από ’κει και πέρα αισθητικής, τα οποία βγαίνουν στην επιφάνεια μετά από μία πρώτη, ακόμη και πρόχειρη ανάγνωση. Ούτε είναι επίσης της ώρας να πω αν ήταν απαραίτητο ή όχι ένα βιβλίο για τον Παύλο Σιδηρόπουλο, που σίγουρα θα τρίζουν τα κόκκαλά του μ’ αυτά που λέγονται, γράφονται ή ακούγονται γι’ αυτόν – και δεν αναφέρομαι εδώ στον Ντίνο Δηματάτη (ο ίδιος φαίνεται να είναι αγαθών προθέσεων), αλλά σε όσους θησαυρίζουν με τον πλέον απαράδεκτο τρόπο, εξαργυρώνοντας διαρκώς το ίδιο μεταθανάτιο λαχείο. Επίσης δεν μ’ ενδιαφέρει να αποτιμήσω το έργο του Σιδηρόπουλου – έχω εκφράσει αλλού τις απόψεις μου – ούτε έχω διάθεση να συμφωνήσω ή να διαφωνήσω γραμμή-γραμμή με τα λεγόμενα του συγγραφέα. Έκανα μόνο μία πρώτη, πρόχειρη ανάγνωση, εντοπίζοντας, δυστυχώς, αρκετά λάθη και ανακρίβειες, τα οποία δεν δικαιολογούνται. Εκείνο όμως που με στενοχώρησε πραγματικά πολύ ήταν άλλο. Στη σελίδα 78 ο Ντίνος Δηματάτης γράφει:
«Στο μεταξύ αυτή την περίοδο ο ίδιος εξακολουθούσε να βιώνει το προσωπικό του δράμα. Είχε χωθεί κυριολεκτικά μέσα στα σκληρά ναρκωτικά και είχε υποταχθεί στα δεσμά της ηρωίνης ‘σουτάροντας’ σχεδόν σε καθημερινή βάση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ολοκληρωτικής εξάρτησής του απ’ αυτά είναι το περιστατικό που μου διηγήθηκε κάποιος φίλος δημοσιογράφος. Ένα βράδυ ο Παύλος ενώ βρισκόταν στα γραφεία του περιοδικού για μια συνέντευξη, στη διάρκειά της δεν άντεξε κι αφού άφησε στην άκρη το κανονικό του πακέτο με τα τσιγάρα, άνοιξε ένα άλλο και τύλιξε στη συνέχεια ένα ‘διαφορετικό τσιγάρο’ φέρνοντας σε αμηχανία όλους όσους δούλευαν στο περιοδικό εκείνη τη στιγμή».
Εδώ, ο συγγραφέας πέφτει σε μεγάλη πλάνη. Θεωρεί ουσιαστικά τη χρήση χασίς – αν ήταν χασίς και δεν ήταν απλό στριφτό τσιγάρο και μπερδεύτηκε ο φίλος του ο δημοσιογράφος – τεκμήριο, που υποδηλώνει κατ’ αυτόν και την περαιτέρω χρήση σκληρών ναρκωτικών. Η γραμμικότητα της σκέψης του, στην περίπτωσή μας, δεν είναι απλώς λανθασμένη είναι και αντιδραστική. Βάλθηκε να μας τρελάνει τελείως ο Ντίνος. Κρίμα δηλαδή, γιατί το βιβλίο είναι γραμμένο για να διαβαστεί από νέους ανθρώπους. Κι εντάξει, μπορεί να μην μπορούμε να τους πληροφορήσουμε σωστά για την πρώτη ετικέτα του «Ζωντανοί στο Κύτταρο» ή του «Rock Σήμερα!», ας τους πληροφορήσουμε όμως, όπως πρέπει, για θέματα που σχετίζονται με την ίδια τους τη ζωή. Είναι το λιγότερο, ή, μάλλον – τι λέω; – το περισσότερο που μπορούμε να κάνουμε. Jazz & Τζαζ, τεύχος 56, 11/1997
(η απάντηση του Ντίνου Δηματάτη)
Αγαπητό Jazz & Τζαζ
Σχετικά με την κριτική που δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου για το βιβλίο μου «Παύλος Σιδηρόπουλος, Το Μοναχικό Μπλουζ του Πρίγκηπα», θα παρακαλούσα θερμά να καταχωρίσετε και την παρούσα επιστολή-απάντησή μου προς τον συντάκτη αυτής Φώντα Τρούσα.
Κατ’ αρχήν εξηγούμαι ότι τον Τρούσα τον εκτιμώ από ορισμένες δισκοκριτικές και κείμενα που έχω διαβάσει στο έγκριτο περιοδικό σας και γι’ αυτό το λόγο θεώρησα σωστό να τον τιμήσω – όπως εξάλλου και άλλους συναδέλφους – στέλνοντας ένα αντίτυπο του βιβλίου μου με ιδιόχειρη αφιέρωση, μία ενέργεια που δεν ανταπέδωσε, τουλάχιστον από καθαρά λόγους αβροφροσύνης ή στοιχειώδους τακτ, ο ίδιος προς εμένα με μία κόπια του δικού του βιβλίου «Ραντεβού στο Κύτταρο».
Επίσης, τον συγχωρώ – όπως μου το ζητάει ο ίδιος – για την άποψή του στην κριτική που άσκησε στο βιβλίο ότι η τοποθέτησή μου για τα γενικότερα πράγματα και το στυλ αφήγησής μου(;) είναι ολίγον (σικ) αφελές… Όπως όμως ομολογεί ειλικρινώς το βιβλίο δεν το μελέτησε επαρκώς, αλλά του έκανε μία πρόχειρη ανάγνωση και κατόπιν τούτου θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός στις εκτιμήσεις του, αφού η συνειδητά απλή γραφή εκ μέρους μου νομίζω ότι βοηθάει ευκολότερα στο νόημα και την ανάγνωσή του, γεγονός το οποίο σημείωσε εύστοχα ως θετικό στοιχείο μία άλλη κριτική γνωστού μουσικού εντύπου.
Συνεχίζοντας, θα διαφωνήσω με τον συντάκτη σας για τους γενικούς και παρωχημένους αφορισμούς περί αναγκαιότητας του βιβλίου, για εξαργυρώσεις και μεταθανάτια λαχεία, τη δε άποψή μου για όλα αυτά την εκφράζω μέσα από το βιβλίο μου, και ειδικότερα στη σελίδα 18. Μου προκαλεί όμως την εύλογη απορία ότι δεν διατυπώνονται συχνά ανάλογα σχόλια από τους εγχώριους κριτικούς για διεθνείς εκδόσεις ή την κυκλοφορία δεκάδων LPs που αφορούν π.χ. τον Μόρισον ή τον Χέντριξ.
Και εν πάση περιπτώσει όλες αυτές οι ενστάσεις του συντάκτη σας είναι δικαιωματικά σεβαστές. Εκείνο όμως που θεωρώ απαράδεκτο και ασυγχώρητο στη συνέχεια της κριτικής του, και το οποίο δηλώνει μία ανεξήγητη προκατάληψη και κακοπιστία, είναι οι προσβλητικοί χαρακτηρισμοί του τύπου «βάλθηκε να μας τρελάνει…» που δεν συμβαδίζουν με τη σοβαρότητα και το κύρος του περιοδικού και θυμίζουν περισσότερο υστερικές κραυγές λαϊκού εντύπου.
Ως προς την ουσία τώρα της σελ.78 του βιβλίου, που στενοχώρησε τον Τρούσα, έχω να σημειώσω ότι το συγκεκριμένο παράδειγμα, στο οποίο ο Παύλος έστριψε ένα τσιγάρο χασίς στη διάρκεια μιας συνέντευξης, είχε να δηλώσει καθαρά την αθεράπευτη συνήθεια και ροπή του γενικά προς τα ναρκωτικά, γιατί λογικά δεν θα μπορούσε να βαρέσει και ένεση μεσ’ τα γραφεία του περιοδικού! Και φυσικά επέλεξα το συγκεκριμένο περιστατικό από άλλα ακραία που γνωρίζω για τον ίδιο, θεωρώντας ότι δεν θα έπρεπε ν’ αναφερθούν προς χάριν της μνήμης του. Κι αν, εν κατακλείδι, η δική μου γραμμικότητα της σκέψης είναι λανθασμένη και αντιδραστική(;) η αντίστοιχη του Τρούσα με το σχόλιό του τι προτείνει; Ότι το βιβλίο είναι επικίνδυνο να διαβαστεί από νέους και τη συμβουλή του για χρήση του «μαλακού» χασίς…
Με φιλικούς χαιρετισμούς
Ντίνος «Δέλτας» Δηματάτης
Δικηγόρος – Υπεύθυνος του βιβλίου «Παύλος Σιδηρόπουλος»(από το ίδιο τεύχος η δική μου απάντηση)
Το ότι ο Ντίνος Δηματάτης θα ενοχλείτο από την παρουσίαση που έκανα στο βιβλίο του ήταν σίγουρο και συνήθως εκείνοι οι οποίοι ενοχλούνται είναι αυτοί που βάζουν τα πόδια στον ώμο, με το ν’ απαντούν δηλαδή βιαστικά και απρόσεκτα, παίρνοντας έτσι (όπως νομίζουν) το αίμα τους πίσω. Αλλά ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ο Ντίνος μου καταλογίζει κατ’ αρχάς έλλειψη αβροφροσύνης και στοιχειώδους τακτ. Φαίνεται πως στις λέξεις αυτές δίνει ένα δικό του νόημα. Προφανώς τις ταυτίζει ή τις συγχέει με το «λιβάνισμα», με το «θα κάνει τα στραβά μάτια» και άλλα τέτοια συναφή. Το ότι τον ευχαρίστησα δημοσίως για το βιβλίο του και τη θερμή αφιέρωση προς το πρόσωπό μου (και μάλιστα πριν γράψω οτιδήποτε άλλο) μου φαίνεται πως δεν του αρκεί και δυστυχώς το περνάει στο ντούκου. Δηλαδή τι ήθελε από μένα; Τους μάγους με τα δώρα; Κι εξηγώ επίσης στην κριτική μου πως δεν τον γνωρίζω από κοντά, που σημαίνει βεβαίως ότι δεν ξέρω ούτε τη διεύθυνσή του (όπως επίσης ούτε εκείνος ήξερε τη δική μου, αφού το βιβλίο το άφησε σε τρίτο πρόσωπο). Τώρα όμως που την έμαθα θα του στείλω ένα αντίτυπο από το «Ραντεβού στο Κύτταρο», με επίσης θερμή αφιέρωση, για να μην παραπονιέται. Ας αφήσουμε όμως τις εκατέρωθεν αβρότητες, για να θίξουμε 2-3 θέματα ουσίας.
Το ότι το στυλ αφήγησής του μου φαίνεται «ολίγον αφελές» το εννοώ. Είναι γνώμη μου και δεν την αλλάζω. Τώρα, αν αυτό συμβαίνει επίτηδες (όπως υποστηρίζει ο ίδιος «η συνειδητά απλή γραφή εκ μέρους μου νομίζω ότι βοηθάει…» κ.λπ.) ή όχι, δεν μπορώ να το ξέρω. Εγώ ξέρω ό,τι διαβάζω. Δεν γνωρίζω αν ο Ντίνος, πριν αρχίσει να γράφει το βιβλίο του, έκανε έρευνα και βρήκε ότι το target group των μελλοντικών αναγνωστών του είναι οι απόφοιτοι του… τριταξίου Γυμνασίου (δεν έχω τίποτα, εννοείται, με τους αναγνώστες αυτής της εκπαιδευτικής βαθμίδας, αφού ως γνωστόν η μόρφωση συνδέεται άμεσα και με το πορτοφόλι). Το να υιοθετείς όμως ένα στυλ αφήγησης αφελές ή αρεστό σε κάποιους είναι πολύ χειρότερο από το να είσαι όντως απλοϊκός και αφελής, γιατί το πρώτο είναι επικίνδυνο, αφού η δημαγωγία και ο λαϊκισμός δεν απέχουν πολύ, ενώ το δεύτερο όχι· αν και κατά μίαν έννοια είναι και αυτό επικίνδυνο, αφού ο απλοϊκός και ο αφελής γίνεται έρμαιο στις διαθέσεις των πάσης φύσεως καπάτσων και των υποτίθεται εξυπνότερων.
Τις εκφράσεις μου περί «εξαργυρώσεων» και «μεταθανάτιων λαχείων» αγαπητέ Ντίνο δεν τις έγραψα για σένα, κι αυτό εκείνος που θα διαβάσει προσεκτικά το κείμενό μου το αντιλαμβάνεται εύκολα. Όμως δεν κατάλαβα αν ενοχλήθηκες για πάρτη σου, ή για λογαριασμό άλλων. Τώρα, όσον αφορά στις απόψεις μου για τις μεταθανάτιες συλλογές με τραγούδια του Hendrix ή του Morrison, δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα να πω ότι οι περισσότερες είναι εν δυνάμει τυμβωρυχίες· όπως τέτοιες είναι και σχεδόν όλες οι μεταθανάτιες κυκλοφορίες με τραγούδια του Σιδηρόπουλου.
Κακόπιστος και προκατειλημμένος βεβαίως δεν είμαι – κι αν το βιβλίο σου το διάβασα πρόχειρα, αυτό σίγουρα, σε πρώτη φάση, σε ωφέλησε. Υπάρχουν πολλά λάθη και ανακρίβειες μέσα, τις οποίες και θα σου ταχυδρομήσω μαζί με το αντίτυπο από το «Ραντεβού Στο Κύτταρο». Πιθανώς, λάθη να έχουν εντοπίσει και άλλοι. Ελπίζω μόνο σε κάποια επόμενη έκδοση να τα λάβεις υπ’ όψη σου. Όσον αφορά εκείνο το «βάλθηκε να μας τρελάνει» είναι μια φράση που μου αρέσει και απέχει βεβαίως παρασάγγας από υστερική κραυγή. Εξάλλου, έχει και μια δόση χιούμορ, το οποίο δυστυχώς δεν θέλησες να αντιληφθείς.
Χαίρομαι που το «διαφορετικό τσιγάρο» το λες στο γράμμα σου χασίς. Ξορκίζουμε, με το να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, τις «μαύρες μάγισσες» και το συντηρητισμό και προάγουμε τη σοβαρότητα και την ψυχραιμία. Το ότι επέλεξες να μην αναφερθείς σε περιστατικά «σκληρά» που γνωρίζεις για τον Σιδηρόπουλο είναι προς τιμή σου, αφού έτσι απέφυγες ένα σκανδαλοθηρικό σκόπελο. Όμως, από την άλλη, και το ξανατονίζω αυτό, η διατύπωση εκείνου του σημείου, στη σελίδα 78, ήταν ατυχής, όπως ήταν και «λανθασμένη» και «αντιδραστική». Το δε συμπέρασμά σου στο τέλος περί συμβουλής «για χρήση του ‘μαλακού’ χασίς» είναι εντελώς αυθαίρετο. Δεν είμαι εγώ αυτός που θα συμβουλεύσει τον οποιονδήποτε για οτιδήποτε. Αρνούμαι όμως και το τσουβάλιασμα, την ισοπέδωση και τις εύκολες, καθαρή τη καρδία, λύσεις. Αρνούμαι δηλαδή τη λογική του «όλα σ’ ένα» και του «ένα για όλα». Τα πάσης φύσεως και δήθεν «αντικειμενικά κριτήρια», αγαπητέ Ντίνο, είναι αυτά που κάνουν τη ζωή μας δύσκολη και ενίοτε επικίνδυνη.
Αυτά τα ολίγα. Δεκατρία χρόνια πριν…

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

δύο βιβλιαράκια ή επειδή το ένα φέρνει τ’ άλλο…

Σε πιο προηγούμενο post, που αφορούσε στην κριτική για το άρθρο του Αγγελικόπουλου «Το περιβάλλον στο ελληνικό τραγούδι», ανέφερα την περίπτωση ενός ελληνικού συγκροτήματος από τα early seventies, των Ρέμπελων, κι ενός τραγουδιού τους ως ένα πρωτόλειο στιχουργικό δείγμα πολιτικο-οικολογικών ευαισθησιών στο εγχώριο άσμα. Τους στίχους εκείνου του τραγουδιού, που είχε τίτλο «Η πόλη», τους θυμόμουν μέσες-άκρες – έπρεπε όμως να τους τσεκάρω και να τους καταγράψω ακριβώς. Κι επειδή είναι πιο εύκολο ν’ ανοίξω ένα βιβλίο και να τους διαβάσω, από το να ψάξω να βρω το 45άρι και να το βάλω στο πικάπ, ανέτρεξα σ’ ένα βιβλιαράκι που είχε βγει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (δεν αναφέρεται χρονιά) και το οποίον είχε τίτλο «Ελληνικά Τραγούδια Ποπ-Ροκ» [εκδόσεις Γ. Σπηλιώτη], ανθολογημένα (τα τραγούδια) από κάποιον Γιώργο Χειλαδάκη (όχι τον... συμφοιτητή μου από το Πολυτεχνείο, με τον οποίον κάναμε μαζί αρμόνιο στον Νάκα). Εκεί, ανάμεσα σε στιχάκια των Αγάπανθος, Πελόμα Μποκιού, Διονύση Σαββόπουλου, Περικλή Χαρβά, Νοστράδαμος και άλλων υπήρχαν και τα δύο τραγούδια των Ρέμπελων από το 45άρι της Zodiac (δες και τη φωτογραφία στο post της 18/7). Αντέγραψα, λοιπόν, από ’κει την «πόλη». Θυμόμουν, όμως, πως το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν γεμάτο λάθη, γι’ αυτό και είπα, τελικώς, ν’ ακούσω το δισκάκι, μπας και… Και όντως. Εκεί όπου στο τραγούδι άκουγες καθαρά «θόρυβοι, καυσαέρια», στο βιβλίο διάβαζες «πρωί με καυσαέρια»· φυσικά, αμέσως, διόρθωσα το σχετικό στίχο στην ανάρτηση. Κάποτε, θυμάμαι, παλιά, πολύ παλιά, είχα στοιχηματίσει με τον εαυτό μου πως σε κάθε ένα από τα τραγούδια που ανθολογούνταν σ’ εκείνο το βιβλίο θα εύρισκα ένα τουλάχιστον μικρό ή μεγάλο λάθος! Δεν είχα και πολύ άδικο!! Η πλάκα, μάλιστα, είναι όταν στον πρόλογο διαβάζεις… ο αναγνώστης, ελπίζουμε, να καταλαβαίνει τις δυσκολίες που συνάντησε η ανθολόγηση και τον ευχαριστούμε γι’ αυτό από τα πριν. Ποιες δυσκολίες, δηλαδή, να κατανοήσει ο αναγνώστης; Ότι κάποιοι, αφού τους… ελέησε ο θεός κι είχαν τους δίσκους, ξέχασαν να βγάλουν το γράσο από τ’ αυτιά τους, ακούγοντας άλλα αντ’ άλλων; Κατά τα λοιπά, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία είναι πως 30 χρόνια αργότερα εξακολουθεί να βγαίνουν και ν’ απασχολούν την αγορά το ίδιο άχρηστα αναγνώσματα. Βασικά, αναφέρομαι στο βιβλίο του Μπάμπη Κυρλή «Το Ελληνικό Ποπ Rock, 60’s-70’s» των εκδόσεων Δωδώνη, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες.Ας σημειώσω, λοιπόν, από την αρχή πως το βιβλίο του Κυρλή δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική – κάτι που είχα την ευκαιρία να το πω τηλεφωνικώς και στον ίδιον (όπως του είπα και άλλα, που δεν γράφονται… δεν υπονοώ πως τον έβρισα, αλλοίμονο), όταν επικοινώνησε μαζί μου στο περιοδικό, για να με ρωτήσει αν διάβασα αυτό που έφτιαξε. Γράφω, όμως, κι εδώ δυο λόγια, ακριβώς γιατί είναι άλλο πράγμα η διαπροσωπική επικοινωνία και άλλο η δημοσίευση ενός κριτικού, εν πάση περιπτώσει, λόγου (τι να κριτικάρεις δηλαδή;). Το... εγκληματικό (για βιβλίο) ελάττωμα του Κυρλή είναι το ύφος του, σε συνδυασμό με το κακό και φθηνιάρικο κασέ. (Δεν είναι θέμα χρημάτων, αλλά γνώσεων και αισθητικού πλάνου). Βασικά πρόκειται για μία αντιγραφή του πρώτου, πρόχειρου και ανεπαρκούς βιβλίου του Ντίνου Δηματάτη «25 Χρόνια Ελληνικού Ροκ» [Εκδ. Νέα Σύνορα – Α.Α Λιβάνη, Αθήνα 1992], γραμμένο στο γνωστό χαζοχαρούμενο στυλ – τι ωραία που ήταν κάποτε –, με ολοκληρωτική απουσία προσωπικής ματιάς και με διάφορα άλλα μεθοδολογικά προβλήματα, μπροστά στα οποία ωχριούν τα δεκάδες λάθη (το συγκρότημα του Σπανουδάκη ήταν οι ULS, όχι οι LPS, ο δίσκος του λέγεται “Looking Back” όχι “Looking Banc”, o τραγουδιστής των Yes λέγεται Jon Anderson και όχι John Anderson, o Ντόριαν Κόκκας έπαιζε στους Αγάπανθος και όχι κάποιος… Ντίνος Κόκκας, Socrates Drank the Conium λέγεται το γκρουπ και όχι… Drunk the Conium, Byrds είναι το γκρουπ και όχι… Byzds, ντραμς στους MGC έπαιζε ο Στέλιος Κατσαδωράκης και όχι ο ανύπαρκτος... Στέλιος Πολύτιμος, το σωστό επώνυμο είναι Σουγιούλ και όχι Σογιούλ, το άλμπουμ των Νοστράδαμος βγήκε στη Zodiac το 1972 και όχι στην Polydor το 1978… ατελείωτος ο κατάλογος). Ο Μπάμπης Κυρλής είναι σίγουρο πως ανακατεύτηκε με τα πίτουρα… Δυστυχώς, για ’κείνον, δεν τον φάγανε οι κότες, αλλά τα λιοντάρια και οι ύαινες.
Πάντως, εγώ έβαλα τα γέλια με τις... κριτικές που πήρε το βιβλίο (οι εμφάσεις δικές μου). Προσέξτε τες.
Μυρτώ Αθανασοπούλου, Μαρία Δρουκοπούλου στη Lifo: «Η ιστορία της ελληνικής μουσικής και τις δεκαετίες '60 και '70, από τα χρόνια της αθωότητας ως την εποχή του καθαρού ροκ ήχου. Η έκδοση παρέχει στοιχεία σχετικά με την αρχική σύνθεση του κάθε γκρουπ, τη μουσική του διαδρομή, με έμφαση στους σημαντικότερους σταθμούς του, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό». Το φωτογραφικό υλικό του βιβλίου είναι της πλάκας. Κατά τα λοιπά είναι ολοφάνερο πως οι κυρίες κατέχουν το θέμα τους…
Αλέξανδρος Στεργιόπουλος στην Ελευθεροτυπία: «(…)Πρώτη η δεκαετία του ’60. Είναι η δεκαετία των πάρτι, των μουσικών πρωινών, των μικρών δίσκων, των πρώτων ελληνικών γκρουπ. Ο ήχος ήταν κυρίως μοντέρνος. Όχι τόσο άγριος και δυναμικός.(…) Η επόμενη δεκαετία, αυτή του '70, γίνεται πιο ψαγμένη, ακόμη πιο σκεπτική. Ο Διονύσης Σαββόπουλος βάζει τη δική του σφραγίδα και δημιουργεί τον τρίτο πόλο, μετά τους Χατζιδάκι, Θεοδωράκη(…) Ένα προσωπικό, νοσταλγικό, ευαίσθητο, ταξίδι». Άκου η δεκαετία γίνεται «σκεπτική»...
Και η Μαρία Μαρκουλή στα Νέα: «(…) Στην εποχή του mp3 και του myspace όλα αυτά ακούγονται μακρινά, ρομαντικά και για πολύ κόσμο άγνωστα, ωστόσο το νήμα ξετυλίγεται μέσα από τις πληροφορίες και το προφίλ των καλλιτεχνών, έτσι όπως τα αφηγείται κάποιος που ξέρει και έχει αγαπήσει το υλικό του». Άμα «ξέρει» ο Κυρλής, κατεδαφίζω το blog αμέσως και δεν ξαναπιάνω πληκτρολόγιο.
Συνάδελφοι, μη γράφετε ό,τι σας κατέβει. Μας κατσικώνονται οι άσχετοι…

Τρίτη 20 Ιουλίου 2010

κλεισ' τα μάτια σου και άκου…

Τα απολύτως απαραίτητα…
Οι Tyrnaround υπήρξαν ένα από τα αγαπημένα μου aussie psych groups. Τους άκουσα εκεί προς το 1987-88 στο σπίτι φίλου, πολύ φίλου. Τώρα, μου τους θύμισε ένας Αυστραλός, που ανταλλάσσουμε πληροφορίες και απόψεις… Είχα ν’ ακούσω το δίσκο τους πολλά χρόνια. Έβαλα τη b side. Το “Colour your mind” (σύνθεση του κιθαρίστα Fidler) και το “Suicidal flowers” (τη version στο κλασικό τραγούδι των Crystal Chandlier ή Chandelier). Είμαι εδώ…
Tyrnaround – Colour Your Mind – Αυστραλία, Cleopatra Records MLCR102 – 1986
(12ιντσο με τέσσερα τραγούδια, που παίζει στις 45 στροφές)
Ken Gardner πλήκτρα, Gavin Gray ντραμς, Peter Fidler κιθάρες, Michael Phillips τραγούδι, Leigh Underhill μπάσο.
Artwork: Richard Finlayson & Maria Socratis. Photography: Maria

BRIAN LANDRUS Forward

Αμερικανός πνευστός (βαρύτονο σαξόφωνο, μπάσο κλαρίνο, άλτο φλάουτο), ο 32χρονος Brian Landrus παρουσιάζει με το “Forward” [Cadence Jazz, 2009] έναν τρόπο jazz ανάγνωσης, που τον φέρνει, θέλω να λέω, στην πρώτη γραμμή του ενδιαφέροντος.Εκείνο που, πιθανώς, να προξενεί εντύπωση – σ’ εμάς τους Έλληνες, δεν εννοώ στους Αμερικανούς – είναι το γενικότερο στίγμα του Landrus, που δείχνει μουσικό κατασταλαγμένο και με συγκεκριμένη άποψη για ό,τι επιχειρεί. Κάτι, δηλαδή, που θα πρέπει να αναζητηθεί στις δεκάδες συνεργασίες του (George Garzone, Jerry Bergonzi, Danilo Perez, Bob Brookmeyer, Roscoe Mitchell, Maria Schneider Orchestra, Nick Urie Large Ensemble, The Temptations, The Coasters, The Four Tops, The Drifters, Martha Reeves, Mike Love και… και… και…), στον τρόπο, με άλλα λόγια, να μαθαίνεις, όντας δίπλα σε μεγάλα ονόματα. Καλά τα ωδεία και οι μέθοδοι, όμως η τζαζ είναι από ’κείνες τις μουσικές που διδάσκονται πρωτίστως στο πάλκο, δίπλα σε μικρά ή μεγάλα «τέρατα». Για να δούμε, όμως, με τι έχουμε να κάνουμε στο “Forward”.Κατ’ αρχάς, και βασικά, μ’ ένα οκτέτο (George Garzone τενόρο, Allan Chase άλτο, Jason Palmer τρομπέτα, Michael Cain πιάνο, John Lockwood μπάσο, Rakalam Bob Moses ο άσσος ντράμερ, Tupac Mantilla κρουστά), που ερμηνεύει 8 συνθέσεις του Brian Landrus, συν την εισαγωγική διασκευή στο “Ask ne now” του Thelonious Monk. Βάζοντας, λοιπόν, το άλμπουμ στο player και μη έχοντας δει το track list, είπα μέσα μου πως… άντε, ακόμη ένα αμερικανικό CD πηγμένο στα jazz standards. Παρότι η εκδοχή του “Ask me now” δεν ήταν τυχαία – ο Landrus οικειοποιείται τα μελωδικά αρχέτυπα της σύνθεσης του Monk – εντούτοις πολύ δύσκολα θα μπορούσα να φανταστώ την εξέλιξη του άλμπουμ. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα σύνολο οκτώ ευφάνταστων συνθέσεων φτιαγμένες, πρωτίστως, για τα πνευστά (δίχως να υποτιμώ το κατά βάση ρυθμικό τμήμα πιάνο, μπάσο, ντραμς – τα λίγα εκκωφαντικά soli στο πιάνο, δεν του αφαιρούν τον «πίσω» ρυθμικό του ρόλο), στις οποίες περνούν όλες οι αναφορές του Landrus, η romance, η coolness, το fusion, η παράδοση, το progressive rock… Κομμάτια όπως το 10λεπτο “Classification” μοιάζει να ξεπετάχτηκαν από κάποιο session της Keith Tippett Orchestra, ενσωματώνοντας στη διαδρομή όλα τα καίρια διδάγματα του jazz underground. Αλλά και για το 9λεπτο “Shadows” τι να πεις; Το… διαστημικό μπάσο κλαρίνο παίρνει επάνω του την εισαγωγή, πριν ο πιανίστας Cain συνεχίσει με μερικά clusters, και πριν ξανακλείσει ο Landrus, υπό τη συνοδεία κρουστών, μέσα σ’ ένα θλιμμένο πλέγμα, κάπως σαν απόηχος από Liberation Music Orchestra (εντάξει, εκεί, μπορεί να μην υπήρχε μπάσο-κλαρινετίστας υπήρχαν, όμως… κλαρινετίστες, ο Perry Robinson και ο Gato Barbieri).
Σπάνιας ομορφιάς και δύναμης άλμπουμ.
Contact: www.cadencejazzrecords.com

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

κάποτε στο PARCO LAMBRO...

Το 6ο φεστιβάλ της Νεολαίας του Προλεταριάτου, που οργανώθηκε από το περιοδικό Re Nudo και έλαβε χώρα στο Parco Lambro του Μιλάνου από την 26η έως και την 29η Ιουνίου του 1976, όπως και η αποτύπωση ενός μέρους, προφανώς, των συναυλιών του στο βινύλιο, αποτελεί σημαντική στιγμή για την ιταλική μουσική σκηνή των seventies. Κι αυτό γιατί κατόρθωσε να συγκεντρώσει δυνατά ονόματα της εποχής (ανάμεσά τους και ο Don Cherry), να προτείνει συν τοις άλλοις jazz, rock και folk που προερχόταν από μικρές ανεξάρτητες εταιρίες (Ultima Spiaggia, Cramps, Intingo), παρέχοντας τις εισπράξεις του σε φορείς της Αριστεράς, αλλά και στην ιταλική εταιρία πνευματικών δικαιωμάτων S.I.A.E, προκειμένου να επιστρέψουν αυτές (οι εισπράξεις) ξανά στους δικαιούχους τους. Προφανώς στις τέσσερις ημέρες της Γιορτής πήραν μέρος πολύ περισσότερα ονόματα, όμως, εδώ, θα σχολιάσω μόνο εκείνα που εμφανίστηκαν στο δίσκο “PARCO LAMBRO: Registrazione dal vivo della VI Festa del proletariato giovanille – Parco Lambro, Milano 26/29 Giugno 1976” στην εταιρία Laboratorio [LB/LP 201], το 1976.Ο Ricky Gianco είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους ιταλούς συνθέτες την τελευταία 45ετία, αφού τραγούδια του έχουν ερμηνεύσει οι Mina, Patty Pravo, Peppinο di Capri, Bobby Solo, Rocky Roberts, I Quelli, I Ribelli (το “Pugni chiusi”) κ.ά. Το 1972 θα ιδρύσει την ετικέτα Intingo, που θα κυκλοφορήσει άλμπουμ των Albero Motore, Canzoniere del Lazio κ.ά., ενώ το 1974 θα ξεκινήσει την Ultima Spiaggia, γράφοντας και ο ίδιος, εκεί, ορισμένους δίσκους. Στη Γιορτή, ο Gianco θα δώσει μιαν ωραία εκδοχή με ιταλικούς στίχους ενός κλασικού country τραγουδιού, του “Six days on the road” που έκανε επιτυχία ο Dave Dudley το 1963, του λεγόμενου και «ύμνου των φορτηγατζήδων». Την... επιτυχία του “Musica ribelle” από το άλμπουμ “Sugo” [Cramps, 1976], θα ερμηνεύσει ο Eugenio Finardi, σ’ ένα freak-folk/rock στυλ. Οι Carrozzone, μία άγνωστη protest μουσική ομάδα, θα δώσει μία folk εκδοχή του παραδοσιακού “Cuba si, yankee no”. Δεν χρειάζεται σχολιασμός. Για τους Σιτσιλιάνους Taberna Mylaensis μπορεί να γραφούν περισσότερα, αφού για 35 χρόνια (υπάρχουν και σήμερα) αποτελούν τον πρεσβευτή τής μουσικής της ιδιαίτερης πατρίδας τους στον υπόλοιπο κόσμο. Σχηματίστηκαν το 1975 από τον Luciano Maio και στο ξεκίνημά τους ερμήνευαν μόνον παραδοσιακά θέματα (όπως το “Monzu lu povireddu” που τραγουδούν στη Γιορτή). Αργότερα θα πουν και δικά τους τραγούδια, ενώ έχουν ηχογραφήσει περισσότερα από 10 άλμπουμ. Το ιταλικό jazz-rock ακούει, στα seventies, σε διάφορα ονόματα. Στους Arti e Mestieri και τους Perigeo ας πούμε, και βεβαίως στους Agora. Διάσημοι από το ξεκίνημά τους, αφού το πρώτο LP τους ήταν ζωντανά ηχογραφημένο στο Montreux (βγήκε στην Atlantic), οι Agora προσφέρουν στο Parco Lambro το alla Canterbury “Cavalcata solare”. Canzoniere del Lazio. Ίσως το κορυφαίο folk-rock γκρουπ της Ιταλίας στα seventies. Σχηματίστηκαν στη Ρώμη το 1972 και πρόλαβαν να γράψουν 5-6 άλμπουμ πριν χαθούν για πάντα. Μέλη τους ήταν οι Pasquale Minieri μπάσο, κιθάρα, μαντολίνο και Giorgio Vivaldi κρουστά. (Mineri και Vivaldi, το 1979, έφτιαξαν τους Carnascialia στο μοναδικό LP των οποίων συμμετείχε ο Demetrio Stratos). Εδώ, τραγουδούν την “Tarantella dei baraccati”. Ένα από τα καλύτερα rock-electronic γκρουπ της Ιταλίας ήταν οι Sensations’ Fix. Όχημα για τις ιδέες του Franco Falsini, έφτιαξαν 2-3 ωραία άλμπουμ στην Polydor στα μέσα του ’70. Εδώ αποδίδουν το “Just a little bet on the curve”. Το “L’ alba nei quartieri” του Toni Esposito είναι ένα καλό straight jazz-rock, του πιο διάσημου ιταλού περκασιονίστα του είδους (εκείνα τουλάχιστον τα χρόνια). Τα avant ηχοχρώματα είναι και αυτά παρόντα, μέσω του “Cardini, solfeggio parlante” του Paolo Castaldi, για να πάρουν σειρά οι Area με μιαν έξοχη εκδοχή της “Gerontograzia” (ο Stratos σε μεγάλη φόρμα τραγουδά, στην ελληνική βεβαίως, «Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά, έλα πάρε και τούτο…»), top στιγμή από τους «Καταραμένους». Φυσικά, το set ήταν ευρύτερο, περιλαμβάνοντας και άλλα κομμάτια που δεν μπήκαν στο LP (Caos parte II/ L’ internazionale), όπως έχουμε την ευκαιρία να δούμε και στο βίντεο, που προλογίζει ο Patrizio Fariselli…
Για το τέλος, το σύνηθες. Μουσικοί απ’ όλα τα γκρουπ θα βρεθούν στη σκηνή για ένα χεβιμεταλλικό jazz-rock jam, σπρώχνοντας την αδρεναλίνη στο κόκκινο…

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

για «το περιβάλλον στο ελληνικό τραγούδι»… και λίγη προϊστορία…

Διάβασα στη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας (Σάββατο 17/7/2010) το άρθρο «Το περιβάλλον στο ελληνικό τραγούδι», το οποίον υπογράφει ο Βασίλης Αγγελικόπουλος.
Τον Αγγελικόπουλο τον γνωρίζω (όχι εκ του σύνεγγυς) πολλά χρόνια (και δεν εννοώ από την Καθημερινή)· από την εποχή που έκανε εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα (μέσα του ’80) και γούσταρε να βάζει τραγούδια του Νίκου Τάτση από τα «Έρανα» και του Μιχάλη «Μάικ» Ροζάκη από τις «14 Πικρές Πραγματικότητες» (σχεδόν θυμάμαι και τη φωνή του). Ο Αγγελικόπουλος είναι «χατζιδακικός» (δεν είμαι σίγουρος αν του αρέσει αυτή η λέξη) κάτι που ποτέ δεν το έκρυψε (εννοώ την αγάπη του προς το έργο του Χατζιδάκι). Πόσω μάλλον, όταν έχει βγάλει και το βιβλίο «Φάρος στη Σιωπή, Κείμενα για τη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι» [Καστανιώτης, 1996]. Στο τεύχος 39 του Jazz & Τζαζ, τον Ιούνιο του 1996 – μιλάμε για 14 χρόνια πριν – είχα γράψει ένα κείμενο, που είχε τίτλο «Μικρές Ιστορίες για τον Μάνο Χατζιδάκι» (ως «Ο άλλος Χατζιδάκις» προβλήθηκε στο εξώφυλλο), στο οποίο έλεγα κάτι δικά μου πως… στις βαθυστόχαστες αναλύσεις και τα μεγάλα λόγια ποτέ δεν εύρισκα κάποιο ιδιαίτερο νόημα και πως… η φλυαρία, χαρακτηριστικό όσων ενδιαφέρονται να προωθήσουν την αδιάφορη γνωστικότητα, κλείνει» στο μισό γήπεδο την ουσιαστική γνώση, την ίδιαν ώρα που θά ’πρεπε η τελευταία να αποφασίζει για την τύχη του αγώνα... δίχως να έχω κάποιον κατά νου. Στο κείμενο αναφερόμουν στα πρώτα έργα του Μάνου Χατζιδάκι («Έξη λαϊκές ζωγραφιές», «Για μια μικρή λευκή αχιβάδα», «Το καταραμένο φίδι», «Ερημιά», «Ο κύκλος του C.N.S.”…), αλλά και στην αμερικανική περιπέτειά του (“Blue”, “Reflections”, γνωριμία με τον Mayo Thompson και λοιπά). Δεν ξέρω αν είχε προκαλέσει κάποιαν αίσθηση εκείνο το άρθρο, αλλά, τότε, σ’ ένα λίγο μεταγενέστερο τεύχος του περιοδικού Δίφωνο (βαριέμαι τώρα να ψάξω να το βρω, αλλά αν χρειαστεί θα το κάνω) ο Αγγελικόπουλος είχε αφήσει κάτι σπόντες, που, πιθανώς, να με αφορούσαν. Να είχα τη μύγα; Δεν το νομίζω. (Βασικά, ποτέ δεν ασχολούμαι με υπονοούμενα. Δεν γράφω με υπονοούμενα, ούτε απαντώ σε υπονοούμενα. Ήμουν αναγνώστης των πρώτων τευχών του Διφώνου και έτυχε, απλώς, να διαβάσω τις συγκεκριμένες κακολογίες). Πάντως, στην πορεία, ο Αγγελικόπουλος φαίνεται πως με… ενέταξε στη χορεία των «χατζιδακικών» (προσωπικώς, δεν μου κάνει ο χαρακτηρισμός), γιατί, λίγο καιρό αργότερα, έλαβα από τον Καστανιώτη το βιβλίο του «Φάρος στη Σιωπή, Κείμενα για τη ζωή και το έργο του Μάνου Χατζιδάκι», στο οποίο έκανα κριτική παρουσίαση στο περιοδικό (όχι λιβάνισμα – εντοπίζοντας λάθη κ.λπ.), στο τεύχος 45, τον Δεκέμβριο του ’96.Στις αρχές του ’99 έλαβα πάλι από τον Καστανιώτη ένα αντίτυπο και από το επόμενο βιβλίο τού Αγγελικόπουλου «Πες το μ’ ένα τραγούδι» – προφανώς μετά από σύσταση του συγγραφέα, αφού με τον συγκεκριμένον οίκο δεν είχα ποτέ άλλην επαφή ως αρχισυντάκτης στο περιοδικό –, για το οποίον έγραψα και πάλι κριτικό σημείωμα στο τεύχος 74 του J&T, τον Μάιο του ’99. Εκεί, συμπλήρωνα τον Αγγελικόπουλο στις μελοποιήσεις Καβάφη, προσθέτοντας στους 14, έως τότε, έλληνες συνθέτες που είχαν δισκογραφήσει μελοποιήσεις ποιημάτων τού Καβάφη, άλλους τέσσερις (τους οποίους ο ίδιος αγνοούσε προφανώς) – Angelique Ionatos, Photis Ionatos, Χρήστος Παρμενίδης, Γεράσιμος Τσαντούλας – αναφέροντας, παράλληλα, και τον Καταλανό Lluis Llach, που έχει ολόκληρο δίσκο αφιερωμένο στον Καβάφη, το “Viatge A Itaca” από το 1975, έχοντας μελοποιήσει στο “Campanades A Morts” εκπληκτικά – το τονίζω – το ποίημα του Καβάφη «Ένας Γέρος» (είναι το “A la taverna del mar”). Τώρα, μαθαίνω πως θα προστεθεί και η Λένα Πλάτωνος στην… παρέα. Θ’ ακούσουμε την προσπάθειά της και θα τα πούμε…
Στο ίδιο βιβλίο ο Αγγελικόπουλος περιελάμβανε κι ένα κείμενο, στο οποίο καταπιανόταν με την παρουσία των πουλιών(!) στο ελληνικό τραγούδι, ρίχνοντας μάλιστα «δηλητήριο» στο ελληνικό ροκ, γράφοντας πως οι μόνοι τραγουδοποιοί που δεν έβαλαν πουλιά στα τραγούδια τους ήταν οι… νεαροί «μοντέρνοι» της εποχής με τα πρωτόλεια συγκροτήματα και την έντονη ξενομανία τους. Το θέμα δεν ήταν καθόλου σημαντικό – σιγά τώρα, τραγούδια με πουλιά – και, όπως του είχα απαντήσει μέσα από το Jazz & Τζαζ, αν, εν πάση περιπτώσει, θέλει τραγούδια με πουλιά από το ελληνικό ροκ, ας ακούσει τους Poll («Αετοί που πετάτε, θέλω να’ρθω κι εγώ»), τον Ακρίτα («Δυο αετοί τον φύλαγαν, ένα αηδόνι κλαίει, μαύρος ο γκιώνης μοιρολογά κι η ελαφίνα σκύβει…») ή τον Θανάση Γκαϊφύλλια («τ’ αηδόνια δεν σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες»). Πολύ πιθανόν να υπάρχουν κι άλλα… Το έχω ξαναγράψει. Όταν κάποιος εκφράζεται αφοριστικά, σχεδόν πάντα θα την πατάει.
Κι ας έρθουμε στο τώρα – ελπίζω, μόνον, όλα τα προηγούμενα να μη σας φάνηκαν αδιάφορα.
Ο Αγγελικόπουλος κάνει μια προσπάθεια – είναι επίπονη, έτσι όπως αντιμετωπίζει το θέμα – να βρει ελληνικά τραγούδια, που να σχετίζονται με το περιβάλλον. Εμένα, γενικώς, αυτό δεν μου λέει κάτι· κάτι ουσιαστικό εννοώ. Υπό την έννοια ότι στο θέμα χωράει πολύ κλάψα, νοσταλγία ή οικολογικές ανησυχίες της δεκάρας («Όμορφή μου Αθήνα/ που ν’ τα χρόνια εκείνα» του Νίκου Γούναρη, ή «είχε αυλή, είχε μάντρα και πηγάδι/ κι είχε τσαμπιά η γριά κληματαριά» του Λευτέρη Παπαδόπουλου, κι άλλες τέτοιες χαζομάρες). Συμφωνώ με τον Αγγελικόπουλο ότι το πρώτο(;) τραγούδι που αντιμετωπίζει το περιβάλλον με μία σαφή πολιτική διάσταση είναι ο «Εφιάλτης της Περσεφόνης» του Νίκου Γκάτσου και του Μάνου Χατζιδάκι («Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα/ κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο/ τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα/ και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο./ Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες/ ευλαβικά πριν μπουν στο θυσιαστήριο/ τώρα πετάνε αποτσίγαρα οι τουρίστες/ και το καινούργιο παν’ να δουν διυλιστήριο»). Παρά ταύτα και πάλι από το χώρο του ελληνικού ροκ εγώ θα προτείνω στον Αγγελικόπουλο ν’ ακούσει ένα συγκρότημα από το 1972 (επί χούντας δηλαδή), τους Ρέμπελους, οι οποίοι στο τραγούδι τους «Η πόλη» λένε: «Μεσ’ τους δρόμους της πόλης/ τρέχει κόσμος πολύς/ φάτσες γεμάτες έγνοια/ πρόφτασε ό,τι μπορείς/. Θόρυβοι, καυσαέρια/ φώτα ηλεκτρικά/ του στραβώνουνε τα μάτια/ του βουλώνουνε τ’ αυτιά/. Στο τσιμεντένιο χώμα/ κάτω από έναν ήλιο πλαστικό/ φυτρώνουνε δέντρα τετράγωνα ψηλά/ από τούβλα ατσάλι και μπετόν». Ok, οι στίχοι δεν είναι «Γκάτσος» δεν είναι όμως και χειρότεροι από ’κείνους του Φώντα Λάδη π.χ.: «τα πορτοκάλια απούλητα/ τα μήλα πεταμένα/ κι οι γέροι στα μπαλκόνια τους/ σαν φύλλα μαραμένα».Πάω πάσο. Δικαιούται ο Αγγελικόπουλος να μην γνωρίζει τους Ρέμπελους, αλλά είναι παντελώς αδικαιολόγητος – σε βαθμό κακουργήματος, για το θέμα που εξετάζει –, να μην συμπεριλαμβάνει στο άρθρο του τραγούδια του Κώστα Τριπολίτη. Τι διάβολο, τα ξέχασε; Τα αγνοεί; Ή κάτι άλλο; Αναφέρομαι κυρίως στα τραγούδια από το δίσκο του 1981 «Πίσω απ’ τη βιτρίνα» σε μουσικές του Γιώργου Χατζηνάσιου. Μερικά δείγματα:
«Λιπάσματα, τσιμέντα και χαλυβουργικές/ σε βρήκα ένα βράδυ στον πυρετό να καις/ και μου ’πες κοίτα χάλι, για μας κανείς δεν γράφει/ που τρώμε στο ψωμί μας καρκίνο και θειάφι./ Γκαζάδικα, βαφεία κι η θάλασσα λεκές/ έγινε το κορμί μου σκουπιδοτενεκές/ και βρίζω τον αγέρα κι αυτή τη μαύρη σκόνη/που γδέρνει τα πλεμόνια και τη ζωή μου λειώνει». (από το «Πίσω απ’ τη βιτρίνα»)
«Η πόλη αυτή που ξεθωριάζει/ με τις ρεκλάμες μόστρα/ μουγγρίζει και με κομματιάζει/ σα μηχανή σκοτώστρα». (από τo «Η πόλη αυτή»).
«Λένε πάρκιν την αλάνα/ όπου έπαιζες παιδί/ κι είναι μόδα η αφάνα/ με κολόνια ζιβανσί/. Τώρα πια τα περιβόλια/ τα ονομάζουν ράντζα/ κι η τιβί μάς κάνει εμβόλια με φτηνά ρομάντζα». (από το «Αν ρωτάς τι τρέχει»)
Το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε ο Αγγελικόπουλος, σε 4(!) σχεδόν σελίδες, έχει ενδιαφέρον, για μισή-μία σελίδα. Για καμιά δεκαριά τραγούδια. Τα μισά είναι του Τριπολίτη…

Υ.Γ. Λίγο πιο μετά, στο ίδιο τεύχος της Βιβλιοθήκης, σε 3/4 σελίδας (ευτυχώς) ο Κώστας Ζουγρής έχει χωρέσει το «η βαρκάδα εμπνέει τους μουσικούς»(!!) καταγράφοντας ελληνικά τραγούδια που αναφέρονται σε βαρκάδες(!;). Εδώ, το ενδιαφέρον τρέχει απ' τα μπατζάκια μας... Μα καλά, θά 'θελα νά 'ξερα, σκέφτηκε πολύ ο άνθρωπος για να βρει τέτοιο θέμα;